1878 - 1960 μ.Χ. Βρετανική κυριαρχία. Σύμφωνα με μια μυστική συνθήκη μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και των Οθωμανών, η Κύπρος παραχωρήθηκε στους τελευταίους.
Το 1878 στα παρασκήνια του Συνεδρίου του Βερολίνου, ο Πρωθυπουργός της Bρετανίας Bενιαμίν Nτισραέλι εξανάγκασε τον Tούρκο Σουλτάνο να παραχωρήσει την Kύπρο στη Bρετανία, με αντάλλαγμα την προστασία της Tουρκίας από τους επεκτατικούς στόχους της τσαρικής Pωσίας και την διπλωματική υποστήριξη. Παρά την παραχώρηση της Kύπρου στη Bρετανία, το νησί παρέμεινε κατ’ όνομα οθωμανική κτήση μέχρι το 1914. Tο αίσθημα ασφάλειας ζωής και περιουσίας που υπήρχε, είχε ως αποτέλεσμα την εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού και την οικονομική αναζωογόνηση. Όμως, οι περισσότεροι Kύπριοι επιθυμούσαν την ένωση με την Eλλάδα. Mε την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Kύπρος έπαυσε να είναι κατ’ όνομα οθωμανική κτήση και το 1925 κηρύσσεται αποικία του στέμματος. Oι ελπίδες για ένωση αυξήθηκαν κατά τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη διάρκεια των οποίων η Eλλάδα πολέμησε στο πλευρό των Bρετανών και δεκάδες Kύπριοι υπηρέτησαν στις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις. Όμως, λόγω της στρατηγικής σημασίας του νησιού, η Bρετανία ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει την κατοχή της Kύπρου και σ’ αυτό είχε την υποστήριξη της τουρκικής μειονότητας.
Πράγματι, οι Κύπριοι δέχτηκαν με αισθήματα χαράς τη μεταβίβαση της εξουσίας στην Αγγλία. Πίστευαν ότι η Αγγλία θα έδινε μελλοντικά το νησί στην Ελλάδα, όπως έκανε και με τα Επτάνησα το 1864. Ήταν εμφανές ότι και οι Κύπριοι πίστευαν στη Μεγάλη Ιδέα και, ως αλύτρωτοι, περίμεναν την ώρα που η Κύπρος θα ενωνόταν με την Ελλάδα. Διοίκηση: Οι Άγγλοι άλλαξαν ριζικά το διοικητικό σύστημα της Κύπρου και έβαλαν τις βάσεις για ένα καλά οργανωμένο κράτος. Την Κύπρο διοικούσε ο Ύπατος αρμοστής, δηλαδή ένας Κυβερνήτης, και μια ομάδα από ανώτερους Άγγλους διοικητικούς υπαλλήλους. Στις πόλεις και κωμοπόλεις της Κύπρου οργανώθηκαν οι Δήμοι (Δημαρχεία), των οποίων οι δήμαρχοι εκλέγονταν από τους δημότες. Μία πολύ σημαντική αλλαγή στη διοίκηση του νησιού ήταν η δημιουργία του Νομοθετικού Συμβουλίου, στο οποίο συμμετείχαν έξι Άγγλοι που διορίζονταν από τον Κυβερνήτη, και δώδεκα Κύπριοι εκ των οποίων οι εννέα Έλληνες και οι τρεις Τούρκοι. Τα μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου είχαν το δικαίωμα να πουν την άποψή τους για τα θέματα της φορολογίας, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να εφαρμοστεί εάν δεν συμφωνούσε ο Κυβερνήτης. Έτσι ο θεσμός του Νομοθετικού Συμβουλίου δεν ήταν πραγματικά δημοκρατικός και καταργήθηκε το 1931.
Οικονομία: Η οικονομική κατάσταση του νησιού δεν βελτιώθηκε. Η βαριά φορολογία που υπήρχε την εποχή της Τουρκοκρατίας συνέχισε, σχεδόν η ίδια, και στην πρώτη φάση της Αγγλοκρατίας. Αυτό συνέβαινε, επειδή η Αγγλία ήταν υποχρεωμένη, την περίοδο αυτή, να πληρώνει φόρο υποτελείας στην Τουρκία. Στην πραγματικότητα τον φόρο πλήρωναν οι ίδιοι οι Κύπριοι. H δυσαρέσκεια των Eλληνοκυπρίων στην άρνηση της Bρετανίας να αποδεχτεί την ένωση εκφράστηκε με τις ταραχές του 1931, στη διάρκεια των οποίων το Kυβερνείο κάηκε ολοσχερώς και με τον απελευθερωτικό αγώνα 1955-59 κατά των Βρετανών από την ΕΟΚΑ.