Η σύγχρονη τέχνη συναντά την παραδοσιακή χειροτεχνία, σε μια έκθεση στο ξενοδοχείο Άνασσα που επιμελήθηκε ο Χρίστος Κυριακίδης. Είναι ένα φιλόδοξο πρότζεκτ της Υπηρεσίας Κυπριακής Χειροτεχνίας, με το οποίο επιδιώκει να ανοίξει νέους δρόμους στην ανάδειξη των Κυπρίων αριστοτεχνών.
Τα τελευταία χρόνια η Κυπριακή Χειροτεχνία και η διευθύντριά της Μαρία Αναξαγόρα προωθούν μια σειρά δράσεων που έχουν στο επίκεντρο τους νέους καλλιτέχνες, δημιουργούς και αριστοτέχνες. Μέσα από διάφορα προγράμματα γίνεται μια σημαντική προσπάθεια να δοθεί συνέχεια στην κυπριακή χειροτεχνία με μια σύγχρονη ματιά.
Κεντητική Η κεντητική αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα είδη λαϊκής τέχνης της Κύπρου. Χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση των υφασμάτων και επιτυγχάνεται με τη χρήση της βελόνας. Χρονολογικά δεν είναι γνωστό πότε πρωτοεμφανίστηκε το είδος αυτό στην Κύπρο. Ξένοι ερευνητές εντοπίζουν, όμως, ότι τα πρώτα δείγματα που επέζησαν είναι έργα που προέρχονται από το χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Βελόνες ραψίματος και σφονδύλια έχουν εντοπιστεί από την προϊστορική εποχή στο νησί. Παραστάσεις σε αγγεία και τερρακότες, που βρίσκονται εκτεθειμένα σε πολλά κυπριακά μουσεία, καταδεικνύουν ότι η διακόσμηση των υφασμάτων ήταν γνωστή από τα πανάρχαια χρόνια. Ιστορικές πληροφορίες μαρτυρούν ότι κατά την εποχή του Βυζαντίου η τέχνη της κεντητικής χρησιμοποιήθηκε για τη διακόσμηση περίτεχνων κεντημάτων, φορεμάτων και αμφίων. ΄Ήταν ακόμη γνωστή γιατο μετάξι και τη χρυσοκλωστή, «Or De Chypre», που προσέδιδαν πολυτέλεια και μεγαλοπρέπεια. Ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν το νησί κατά τον 16ο αιώνα γνώρισαν από κοντά και έγραψαν, μεταξύ άλλων, για τα περίτεχνα έργα τέχνης από την κυπριακή κεντητική. Ωστόσο, τα παλαιότερα πρότυπα δείγματα που συναντώνται σε ιδιωτικές συλλογές και μουσεία είναι αυτά του 18ου και 19ου αιώνα.
Υφαντική Η Υφαντική τέχνη στην Κύπρο ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Όμως η μεγάλη ακμή της κυπριακής υφαντικής, σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες, ήταν κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, ειδικά κατά την εποχή των Λουζινιανών βασιλιάδων. Η Αμμόχωστος και η Λευκωσία ήταν για τρεις αιώνες τα μεγαλύτερα κέντρα παραγωγής υφαντών στο νησί όπως τα πανάκριβα καμελότα, υφάσματα μάλλινα, λεπτά σε κόκκινο ή κατάλευκο χρώμα, κατάλληλα για ανδρικές ενδυμασίες στη Δύση. Επί τουρκοκρατίας η Κύπρος έπεσε σε μαρασμό και έτσι αντί να εξάγουν υφαντά, εξάγονται πρώτες ύλες όπως μετάξι, βαμβάκι και μαλλί. Από τη μεγάλη ακμή της υφαντικής τέχνης επέζησε ο αργαλειός με τα εξαρτήματά του με λίγες τροποποιήσεις μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. Στη Μεσαορία ήταν γνωστή η «βούφα» που αποτελείται από τέσσερεις στύλους στερεωμένους στο δάπεδο και το στημόνι αναρτημένο στην οροφή, ενώ η υφάντρια ύφαινε καθισμένη σε σκαμμένο «λούκκο». Γνωστά είναι τα «λευκονοιτζιάτικα υφαντά» που τα ύφαιναν με κέφι και μεράκι οι χρυσοχέρες υφάντρες του Λευκονοίκου αλλά και όλα τα υφαντά που ύφαινα και στα γύρω χωριά. Σε όλες τις άλλες περιοχές της Κύπρου επικράτησε μέχρι τις μέρες μας το«αρκαστήρι», κινητός οριζόντιος αργαλειός με μικρές τροποποιήσεις στα ορεινά και στην περιοχή Πάφου.Στις κοινότητες Λαπήθου και Καραβά της επαρχίας Κερύνειας αναπτύχθηκε η σηροτροφία και η μεταξουργία γι' αυτό έχουμε τα μεταξωτά και κουκουλάρικα υφαντά και τα «δίμητα» για ανδρικές εορταστικές ενδυμασίες. Επίσης στην ορεινή Λευκωσίας και Λεμεσού οι άντρες «σακκάδες» κατασκεύαζαν χαλιά και σκεπάσματα, δισάτσια, ενώ στη πόλη της Λευκωσίας ξεχωρίζουν τα αραχνοΰφαντα μεταξωτά, τα «ταϊστά» και οι «ιταρέδες» για την προίκα των κοριτσιών. Τέλος στην περιοχή της Πάφου είναι πασίγνωστα τα «φυτιώτικα» υφαντά από το χωριό Φύτη. Χαρακτηρίζονται από πολύχρωμα κεντήματα «τα πλουμιά». Η Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας μέσα από τα προγράμματα και τις δραστηριότητες έχει δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για διάσωση και αναβίωση της Υφαντικής Τέχνης. Σήμερα είναι σε θέση να παράγει εξαίρετης ποιότητας προϊόντα υφαντικής για τους ντόπιους και ξένους. . Υφαντά Λευκονοίκο . Μεταξωτά . Ασπροπλούμια . Υφαντά Μαραθάσας / σακκιά. . Υφαντά Φύτης.
Κεραμική Κύπρος, το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου, τοποθετημένη γεωγραφικά στην Ανατολική Μεσόγειο, αποτέλεσε κατά την αρχαιότητα σημαντικό εμπορικό και ναυτικό σταθμό, τόπο συνάντησης μεγάλων πολιτισμών, μια γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ιδιάζουσες συγκυρίες, ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέβαλαν στην δημιουργία ενός ξεχωριστού πολιτισμού. Η διακίνηση προϊόντων, οι συναλλαγές και η επικοινωνία μεταξύ των λαών συνέβαλαν στην διακίνηση όχι μόνο των ανθρώπων και των προϊόντων αλλά και στην ανταλλαγή ιδεών. Όπως ήταν φυσικό οι συνεχείς αυτές επιδράσεις επηρέασαν αναμφίβολα και τις τέχνες. Οι επαφές ήταν συνεχείς και τα ερεθίσματα πολλά. Ο Κύπριος τεχνίτης με τις ικανότητες του έμπειρου δημιουργού, επέλεγε αυτό που του ήταν αναγκαίο, αυτό που τον ενέπνεε, αυτό που του ήταν χρήσιμο και το εξέφραζε με ένα δικό του τρόπο συχνά μοναδικό.
Στον τομέα της αγγειοπλαστικής τέχνης, η προϊστορική Κύπρος έχει να παρουσιάσει πλούσια ευρήματα από ολόκληρο το νησί, αγγεία μεγάλης φήμης και εκτίμησης. Διαχρονικά αποτέλεσε ένα από τα χαρακτηριστικότερα είδη της Κυπριακής τέχνης. Τα ίδια τα αγγεία αποτελούν απόδειξη για την εξέλιξη τους. Τον πλούτο αυτό της αγγειοπλαστικής παράδοσης οι αρχαιολόγοι τον χρησιμοποίησαν για να προσδιορίσουν κατά περιόδους την πνευματική εξέλιξη και την πρόοδο του νησιού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένα σχήματα αγγείων που γίνονται ακόμα στο νησί έχουν εξελιχθεί από παλαιά αγγεία και ότι σε πολλές περιπτώσεις η τεχνική είναι η ίδια όπως και την παλαιά εποχή. Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, μεγάλα πιθάρια από την ύστερη εποχή του Χαλκού, χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο για την αποθήκευση και μεταφορά προϊόντων αλλά και για την διεξαγωγή εμπορίου. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν από ειδικούς ερευνητές, οι κατασκευαστές αγγείων πολύ πιθανό να ήταν οργανωμένοι σε ιδικές συντεχνίες με επαγγελματικά μυστικά μεταφερόμενα από πατέρα σε γιο μέχρι το πρόσφατο παρελθόν. (Β. Καραγιώργης 1996, 109). Τα πιθάρια αυτά χρησιμοποιήθηκαν με τον ίδιο τρόπο στερεωμένα μέσα στο έδαφος όπως και σήμερα σε πολλά κελάρια της λαϊκής κατοικίας για να αποθηκεύουν τα προϊόντα τους όπως ακριβώς και τότε. Τα είδη αυτά όπως και πολλά άλλα είδη αγγειοπλαστικής τέχνης από το παρελθόν, φανερώνουν το πολύ ψηλό επίπεδο αγγειοπλαστικής τέχνης που είχε επιτύχει να φτάσει ο κύπριος αγγειοπλάστης (Α. Πιερίδου 1985, 85).
Σήμερα η αγγειοπλαστική παράδοση αναφέρεται μόνο σε περιορισμένα κέντρα. Τα σπουδαιότερα είναι τα κόκκινα πορώδη αγγεία του Φοινιού και του Κόρνου και αυτά του Αγίου Δημητρίου και Καμιναριών, τα άσπρα αγγεία του νερού με κέντρο το παλαιό Βαρώσι και τα παραδοσιακά αλοιφτά αγγεία της Λαπήθου.
Ξυλογλυπτική Από τα πανάρχαια χρόνια η Κύπρος ήταν γνωστή για τα δάση της που κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το νησί. Ένεκα των πρώτων υλών, του ξύλου από τη μια και του χαλκού από την άλλη, υπήρξε πάντοτε τόπος έλξης για τους διάφορους γειτονικούς λαούς. Το ξύλο, ως πρώτη βασική ύλη, χρησίμευε για την κατασκευή καραβιών, γεωργικών και οικιακών εργαλείων, καθώς και ως οικοδομικό υλικό και μορφή ενέργειας. Με το πέρασμα των χρόνων ο άνθρωπος άρχισε να δημιουργεί με το ξύλο καλλιτεχνικά δημιουργήματα και έργα τέχνης, όπως ξύλινα αγάλματα για την απεικόνιση των θεών του ή άλλων μορφών. Και τούτο, γιατί το ξύλο είναι ένα υλικό εύκολο στην ανάπλαση. Το ξύλο στα χέρια των διαφόρων δημιουργών του, ανάλογα με την εποχή και ανάλογα με το ιδεολογικό υπόβαθρα τους, άρχισε να μετατρέπεται σε μέσο έκφρασης και να παίρνει διάφορες μορφές. Τα θέματα πάντοτε από τον περίγυρο του σκαλιστή-καλλιτέχνη. Το ζωικό και φυτικό βασίλειο με τον πλούτο τους έδιναν τα πρώτα ερεθίσματα στις ευαίσθητες ψυχές των πρώτων μαστόρων. Η αφαίρεση και ο συμβολισμός δίνουν διακοσμητικά στοιχεία που μαζί με γεωμετρικά σχήματα φτιάχνουν θαυμάσιες συνθέσεις. Τα βασικά σύμβολα στην κυπριακή ξυλογλυπτική είναι τα πουλιά (σύμβολο αγάπης και έρωτα), ο λύκος και το λιοντάρι (σύμβολα δύναμης), ο σταυρός (σύμβολο του καλού), τα κυπαρίσσια (σύμβολο της αθανασίας), οι μαργαρίτες ροζέττες (που συμβολίζουν τους κύκλους της ζωής), οι άγγελοι (που συμβολίζουν τους φύλακες προστάτες) κ.ά. Η ξυλογλυπτική στην Κύπρο χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: α) Εκκλησιαστική β) Κοσμική Η εκκλησιαστική ξυλογλυπτική ανθεί κυρίως από το 16ο αιώνα όταν καθιερώνεται το ψηλό ξυλόγλυπτο τέμπλο. Εδώ βλέπουμε τη δύναμη της έκφρασης στο ξύλο σε εικονοστάσια, προσκυνητάρια, δεσποτικούς θρόνους, άμβωνες, μανουάλια, γυναικωνίτες, σκάμνους, ξύλινα εξαπτέρυγα, πόρτες και παράθυρα, καθώς και στη μικρογλυπτική, κ.α. Η κοσμική ξυλογλυπτική χωρίζεται σε δύο κατηγορίες, στην αστική και τη λαϊκή ή αγροτική ξυλογλυπτική. Στην αστική ξυλογλυπτική περιλαμβάνονται όλα τα ξυλόγλυπτα είδη επίπλων που χρησιμοποιήθηκαν από τους ανθρώπους των πόλεων όπως κονσόλες, ερμάρια, τραπέζια, καρέκλες, πουρό, κ.ά. Τα χαρακτηριστικά στοιχεία της λαϊκής ή αγροτικής ξυλογλυπτικής είναι ο αυθορμητισμός και ο πηγαίος τρόπος έκφρασης, η έλλειψη αναλογιών, η αφέλεια. Σ' αυτή την κατηγορία εντάσσονται τα σεντούκια, οι καρκόλες, οι καρέκλες, τα ερμάρια, οι σουβάντζες, οι καθρέφτες, κ.ά. Τα αντικείμενα αυτά, ανάλογα με την κοινωνική τάξη του ιδιοκτήτη και ανάλογα με την περιοχή, ποικίλουν σε πλούτο μοτίβων και συνθέσεων και σε ποιότητα υλικών. Τα βασικά είδη ξυλείας που χρησιμοποιούνται είναι ο πεύκος, η καρυδιά και το κυπαρίσσι. Το ξύλο χρησιμοποιείται, επίσης, για την κατασκευή γεωργικών και οικιακών εργαλείων όπως αλέτρια, άροτρα, βουκάνες, γουδιά, ζυγούς, γουπποσάνιδα, σκάφες, στρατούρια, φουρνόφτυαρα, αργαλειούς, κ.ά. Στην ξυλογλυπτική υπάρχουν διάφορες τεχνικές όσον αφορά τη διακόσμηση των διαφόρων μοτίβων: α) Εσώγλυφη: Η απλούστερη μορφή έκφρασης που αποδίδεται με άβαφες χαρακιές πάνω στην επίπεδη επιφάνεια του ξύλου. β) Εξώγλυφη: Με την τεχνική αυτή σκαλίζονται τα διάφορα διακοσμητικά μοτίβα και στη συνέχεια αφαιρείται το φόντο. γ) Ανάγλυφη: Με την τεχνική αυτή οι όγκοι των σχημάτων αποδίδονται με μειωμένη απεικόνιση του πραγματικού. δ) Ολόγλυφη: Με την τεχνική αυτή οι όγκοι των σχημάτων αποδίδονται ομοιόμορφα προς όλες τις διαστάσεις και με σμίκρυνση της πραγματικής κλίμακας. Απαραίτητα εργαλεία στα χέρια του ξυλόγλυπτη είναι ο πάγκος, οι σφικτήρες, οι γωνιές, οι σημαδούρες, τα πριόνια, το ροκάνι, οι γλύφτες, οι δρούπιες, οι βέννες και το κοπάνι. Με τη βιομηχανική επανάσταση οι ρυθμοί ανάπτυξης άλλαξαν και τα καταναλωτικά αγαθά άρχισαν να μας βομβαρδίζουν καθημερινά. Η μαζική παραγωγή των αγαθών μας κατακλύζει σε τέτοιο βαθμό με αποτέλεσμα καθετί που είναι μερικών χρόνων να είναι και παλιό και έξω από τη «γραμμή» και τη «μόδα». Σήμερα μέσα σ' αυτό το κλίμα όπου καθετί το χειροποίητο είναι «ακριβό» και «ασύμφορο», η Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ανέλαβε την ευθύνη της αναβίωσης και της συντήρησης του χειροποίητου παραδοσιακού ξυλόγλυπτου που στην ουσία είναι η κληρονομιά που έφθασε μέσα από τους αιώνες στα χέρια μας
Καλαθοτεχνία Η καλαθοπλεκτική ως απλή τέχνη είναι ένας από τους παλαιότερους κλάδους της χειροτεχνίας που ελάχιστα αλλοιώθηκε μέσα στο πέρασμα του χρόνου και χρησιμοποιείται έτσι μέχρι σήμερα. Μέχρι πρόσφατα η κατασκευή καλαθιών στις αγροτικές περιοχές ήταν μια τέχνη που την γνώριζαν σχεδόν όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Η γνώση της τέχνης της καλαθοπλεκτικής ήταν απαραίτητη. Τα καλάθια συνήθως τα κατασκεύαζαν για πρακτικές καθημερινές ανάγκες όπως τη συλλογή και μεταφορά γεωργικών προϊόντων. Τα διάφορα μεγέθη, σχήματα και τεχνικές ήταν ανάλογα με τη χρήση του αντικειμένου και το υλικό που χρησιμοποιούσαν για τη κατασκευή του. Στην Κύπρο υπάρχουν διάφορα υλικά καλαθοπλεκτικής/ψαθοπλεκτικής που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα. Τα περισσότερα βρίσκονται κοντά σε ποταμούς ή τρεχούμενα νερά. Απ΄ όλα τα υλικά εκείνο που βρίσκει κανείς εύκολα είναι το καλάμι. Είναι εύκολο στη χρήση του γιατί όταν φουσκώσει μαλακώνει και μπλέκεται σχετικά εύκολα. Ένα άλλο υλικό είναι η βέργα η οποία χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το καλάμι ή και μόνη της για πιο στερεά και ανθεκτικά είδη καλαθιών.Άλλα υλικά που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα είναι οι «βρούλλοι», το «σαμάτζι», οι «βελονίες», το «φλούδι» και τα «σκλινίτζια», είδη βούρλων που αναπτύσσονται σε υγρότοπους. Με τα υλικά αυτά κατασκευάζουν μέχρι σήμερα διάφορα αντικείμενα για τη μεταφορά και φύλαξη των προϊόντων τους καθώς επίσης και διακοσμητικά. Επίσης με τα υλικά αυτά ύφαιναν τα ψαθιά που τοποθετούσαν κάτω από το στρώμα των κρεβατιών ή στο πάτωμα. Με τις «ποκαλάμες» εκλεκτά στελέχη σιταριού ειδικής ποικιλίας και τη φοινικιά φτιάχνουν μέχρι σήμερα διάφορα είδη «τσέστων», πανέρια. Οι τσέστοι, ψάθινοι πλεκτοί δίσκοι, χρησιμοποιούνται στο σπίτι για το κόψιμο του φιδέ και του τραχανά, για τη φύλαξη των φλαούνων και για την τοποθέτηση των κουλουριών και των ζυμαρικών. Στους τσέστους ή στα πανέρια τοποθετούσαν επίσης την ενδυμασία της νύφης για να την χορέψουν την ημέρα του γάμου. Μετά τα τραγικά γεγονότα του 1974 πολλά από τα παραδοσιακά κέντρα παραγωγής χάθηκαν, όπως, τα χωριά των περιοχών της Μεσαορίας και Καρπασίας και το Καούτι όπου ύφαιναν τα παραδοσιακά ψαθιά. Παράλληλα, με τη βιομηχανική ανάπτυξη άρχισαν να κατακλύζουν την αγορά βιομηχανοποιημένα προϊόντα τα οποία αντικατέστησαν τα παραδοσιακά, που ήταν φτιαγμένα με τα φυσικά υλικά και έτσι χάθηκαν και άλλα κέντρα παραγωγής, όπως η Κάτω Λακατάμια , ο Αστρομερίτης, ο Ύψωνας κ.α.. Σήμερα κέντρα κατασκευής ειδών καλαθοπλεκτικής είναι το Λιοπέτρι, η Μεσόγι,τα Λειβάδια και οι Τρούλλοι για τα είδη με καλάμι, το Ακρωτήρι για τα είδη με βούρλα, τα χωριά του Ακάμα και Πάφου για τα είδη με τα στελέχη σιταριού και ορισμένα ορεινά χωριά για τα είδη με καλάμι και βέργες. Επίσης ο πολιτιστικός σύλλογος Καπουτίου έχει αναβιώσει τη τεχνική των ψαθιών στις ελεύθερες περιοχές.
ΓΕΝΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ Ο τομέας της Γενικής Χειροτεχνίας, στα πλαίσια της μελέτης, αναβίωσης και με στόχο τη διασφάλιση και συνέχιση της πολιτιστικής κληρονομιάς και παράδοσης του τόπου, ασχολείται με διάφορες τέχνες όπως:
· Τα μαντίλια ή τσιεμπέρκα με περίτεχνες πιπίλλες του βελονιού. Τα μαντίλια παλιά ήταν κεντημένα με σταυροβελονιά, τη βελονιά που ήταν διαδεδομένη περισσότερο από κάθε άλλη σε όλη τη Κύπρο. Μεταγενέστερα παρουσιάστηκαν τα σταμπωτά μαντίλια τα οποία τύπωναν οι μαντηλάρηδες και «πιπίλιαζαν» οι γυναίκες και οι κόρες των μαντηλάρηδων καθώς επίσης και άλλες γυναίκες επί πληρωμή σε διάφορα σχέδια και χρώματα. Μαντίλια τυπώνονταν στη Λάρνακα, στο Βαρώσι και στη Λευκωσία.
· Τα Κοιλανιώτικα μαντίλια φτιαγμένα με την τεχνική του δεσίματος και της βαφής, παραδοσιακά μαντίλια του χωριού Κοιλανίου της επαρχίας Λεμεσού και της Λευκωσίας που γίνονταν μέχρι το 1960. Τα Κοιλανιώτικα ήταν ολομέταξα, δίμιτα από ντόπιο μετάξι και βάφονταν ως επί το πλείστον με φυτικές βαφές.
· Κάδρα με κουκούλια του μεταξοσκώληκα. Τα κουκούλια κόβονται σε διάφορα σχήματα ως επί το πλείστον μπουκέτα με λουλούδια και πουλιά και ράβονται σε ύφασμα. Κάδρα με κουκούλια έφτιαχναν σε πολλά μέρη της Κύπρου ως επί το πλείστον από τις ίδιες τις γυναίκες που έκαμναν την εκτροφή του μεταξοσκώληκα, όπως για παράδειγμα στην Καρπασία και στην Μεσαορία. Τα κάδρα χρησιμοποιούνταν και σαν κορνίζες για φωτογραφίες.
· Σκαλιστά κολότζια. Σκαλίζονταν σε σχήματα γεωμετρικά με ήρωες και διάφορα σχέδια από την καθημερινή ζωή του τόπου. Τα κολότζια τα χρησιμοποιούσαν για να σερβίρουν το κρασί ή κομμένο στη μέση για οικιακή χρήση.
· Ξύλινες κούκλες σε διάφορα μεγέθη ντυμένες με παραδοσιακές στολές, γυναικείες και ανδρικές, Παφίτικες, Λευκωσιάτικες και Βρακάδες.
· Δεν παραλείπονται φυσικά οι τατσιές, τα σισαμικά και τα πατούρια, παραδοσιακά αντικείμενα του τόπου. Αντικείμενα που υπήρχαν σε κάθε νοικοκυριό για να εξυπηρετούν τις ανάγκες της οικογένειας.
· Το Μπατίκ που αν και δεν είναι καθόλου παραδοσιακή τέχνη χρησιμοποιείται με παραδοσιακά μοτίβα και μοτίβα από τι ζωή του τόπου μας.