Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές όλοι έχουμε αναρωτηθεί για την γλωσσική προέλευση ονοματεπώνυμων της μεγαλονήσου όπως Γιώργος Γεωργίου, Γιάννης Μιχαήλ, Χριστόδουλος Χριστοδούλου, Ανδρέας Γεωργιάδης ή Δημήτρης Αβραάμ. Τις απαντήσεις μάς δίνει η ονοματολογία, ένας κλάδος της γλωσσολογίας που έχει ως αντικείμενο έρευνας την ιστορία και την προέλευση ονομάτων και επωνύμων. Θα διερευνήσουμε την πολυμορφία της Κυπριακής Ονοματολογίας η οποία αποτυπώνει τον βίο ενός λαού, την ιστορική του συνέχεια, τις παραδόσεις, την σύσταση του πληθυσμού και τον πολιτισμό του.
«Η πάροδος του χρόνου εξαιτίας της αύξησης των μελών των κοινοτήτων δημιούργησε την ανάγκη για να ενισχυθεί το όνομα με την προσθήκη του επωνύμου ή παρωνυμίου» μου λέει ο πρώην Γενικός Επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης και τ. Σχολικός Σύμβουλος, Ανδρέας Κολίτσης και προσθέτει: «πολλές φορές τα παιδιά γράφονταν στα ληξιαρχικά βιβλία με το επώνυμο του πατέρα ή βαφτίζονταν με το όνομα του πατέρα τους σε κλίση γενική».
Πράγματι, αυτός ήταν ένας κανόνας που χρησιμοποιήθηκε αρκετά και από τους περισσότερους Κυπρίους κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της αγγλοκρατίας. Αυτά είναι τα λεγόμενα πατρωνυμικά επώνυμα τα οποία έχουν για ρίζα τους βαφτιστικά ονόματα και μαζί με τα «παρατσούκλια» αποτελούν το συχνότερο είδος των οικογενειακών ονομάτων.
«Τα κύρια ονόματα και επώνυμα των Κυπρίων διακρίνονται από μεγάλη ποικιλία και αν μπορούσαμε να τα κατηγοριοποιήσουμε θα λέγαμε ότι προέρχονται από: ονόματα προερχόμενα από τον εκκλησιαστικό κύκλο, αρχαία ελληνικά, ονόματα βυζαντινών προσωπικοτήτων, ξένα ονόματα, ελεύθερης αντίληψης χωρίς καμία επίδραση, επώνυμα εξ επαγγέλματος, προερχόμενα από κύρια ονόματα ή εκ παρωνυμίων. Για παράδειγμα, συναντάμε επώνυμα στην Κύπρο που υποδηλώνουν αυτόν που προερχόταν εκτός Κύπρου, όπως Μισιρλής (ο εξ Αιγύπτου), Σκοπελίτης, Φράγκος ή Περατικός δηλαδή αυτός που ερχόταν «από πέρα». Επίσης, συναντάμε επώνυμα που οφείλονται σε επαγγελματικό λόγο όπως Βιολάρης, Αλευράς, Ιατρίδης, Μεταξάς, Μαραγκός, Σαράφης ή επώνυμα που προέρχονται από εκκλησιαστικό τίτλο όπως Πρωτοπαπάς, Πρωτοψάλτης, Παπαδάκης ή Ψάλτης», υποστηρίζει ο κ. Κολίτσης.
Οι Κύπριοι χρησιμοποιούσαν επώνυμα από τον 5ο π. Χ αιώνα στην ίδια ακριβώς βάση με την κλασική Ελλάδα. Έτσι, ενώ στην Αθήνα αναφέρεται ο Περικλής Ξανθίππου στην Κύπρο του 3ου- 5ου αιώνα αναφέρονται ο Αριστοκράτης Πνυταγόρου, ο Αριστόμαχος Κριτοδήμου και ο Πύθων Αριστοκράτους. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι, ενώ στον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο τα πατρωνυμικά απέβαλαν τη γενική προς χάριν της ονομαστικής του οικογενειακού πλέον επωνύμου, οι Κύπριοι διατήρησαν και εξακολουθούν να διατηρούν σε πολύ μεγάλο βαθμό και σήμερα τη γενική των επωνύμων όπως Δημητρίου, Αντωνίου, Γεωργίου.
Από πού λοιπόν προέρχονται τα Κυπριακά επίθετα και ποιοι παράγοντες συνέβαλλαν στην επικράτηση τους; «Τα ονόματα εβραϊκής προέλευσης που μπήκαν στη γλώσσα και την κοινωνία των Ελλήνων της Κύπρου προήλθαν αποκλειστικά από την Αγία Γραφή τόσο την Παλαιά όσο και την Καινή Διαθήκη. Ο Χριστιανισμός άρχισε να διδάσκεται στην Κύπρο από το 33μ.Χ αν και πραγματικά απλώθηκε και ρίζωσε με την περιοδεία του Παύλου και Βαρνάβα και αργότερα του Μάρκου. »» Η Χριστιανική Εκκλησία της Κύπρου ιδρύθηκε το 45 μ.Χ από τον Απόστολο Βαρνάβα. Όσα λοιπόν ονόματα Εβραϊκής προέλευσης συναντούμε στην Κύπρο ήταν αποτέλεσμα του εκχριστιανισμού των Κυπρίων οι οποίοι με ευλάβεια πλέον υιοθέτησαν τα ονόματα από την Αγία Γραφή όχι γιατί αντιλαμβάνονται την ετυμολογία των ονομάτων αυτών αλλά απλώς γιατί αναφέρονται στα ιερά κείμενα και ανήκουν σε θεάρεστα πρόσωπα. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το ότι τα ονόματα αυτά παρέμειναν ως επί το πλείστον αναλλοίωτα όπως Αβραάμ, Ισαάκ, Δανιήλ.