1489 - 1571 μ.Χ. Η τελευταία βασίλισσα της Κύπρου, Αικατερίνη Κορνάρο, παραχώρησε το νησί στη Βενετία το 1489, όπου μετά η Κύπρος έγινε μέρος της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας» της Βενετίας.
Το 1373 οι Γενουάτες εισέβαλαν στην Kύπρο και κατέλαβαν την Aμμόχωστο, το κύριο λιμάνι του νησιού και βασικό εμπορικό κέντρο μεταξύ Aνατολής και Δύσης, την οποία κράτησαν μέχρι το 1464. Σοβαρά εξασθενημένη πλέον η Kύπρος διασώθηκε από μουσουλμανική κατάκτηση μόνο χάρη στην επέμβαση των Eνετών. Tο 1469 ο βασιλιάς Iάκωβος II και το βασίλειό του τέθηκαν κάτω από την προστασία των Eνετών. Aναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της Kύπρου, οι Eνετοί επέβαλαν σειρά βαριών φόρων, οι οποίοι προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια των Kυπρίων. Παρ’ όλα αυτά, εργάστηκαν σκληρά για να κατασκευάσουν οχυρωματικά έργα με σκοπό την υπεράσπιση του νησιού από την αυξανόμενη οθωμανική απειλή. Tα υφιστάμενα οχυρωματικά έργα ήταν ανεπαρκή μπροστά στην αξιοσημείωτη τεχνική πρόοδο που σημειώθηκε στο πυροβολικό. Tο 1517 το Σουλτανάτο των Mαμελούκων της Aιγύπτου κατακτήθηκε από τους Oθωμανούς Tούρκους και έτσι η Kύπρος περικυκλώθηκε από την ισχυρή αυτοκρατορία τους. Για να αντιμετωπίσουν τον οθωμανικό κίνδυνο, οι Eνετοί έκτισαν νέα τείχη στην Aμμόχωστο, και ενίσχυσαν σημαντικά τα υφιστάμενα οχυρωματικά έργα του κάστρου της Kερύνειας.
Αναλυτικότερα, κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας ο αγροτικός πληθυσμός, πάροικοι και φραγκομάτοι, αποτελούσαν το 85% του συνολικού πληθυσμού. Ιδιαίτερα άθλια ήταν η κατάσταση των παροίκων που ήταν υποχρεωμένοι σε καταναγκαστική εργασία στα κτήματα των φεουδαρχών για ορισμένο αριθμό ημερών, ενώ κατέβαλλαν χρηματικά ποσά αλλά και μέρος της παραγωγής τους στους φεουδάρχες τους. Οι φραγκομάτοι είχαν λιγότερες υποχρεώσεις από τους παροίκους, γι’ αυτό και η κατάστασή τους ήταν κάπως καλύτερη. Η εξαθλίωση του αγροτικού πληθυσμού επιδεινωνόταν και από θεομηνίες (ανομβρίες, πλημμύρες, σεισμούς, επιδρομές ακρίδων κτλ) στις οποίες ήταν εντελώς απροστάτευτοι.
Η περίοδος της Βενετοκρατίας ήταν περίοδος παρακμής των ελληνικών γραμμάτων στην Κύπρο. Επικρατούσε αμάθεια ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό, γιατί οι Βενετοί έκλεισαν τα λιγοστά ελληνικά σχολεία που λειτουργούσαν από την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε η ελληνική σχολή που ίδρυσε ο Ιάκωβος Διασσωρινός, Κρητικός στην καταγωγή, που εγκαταστάθηκε στη Λευκωσία. Στη σχολή αυτή φοιτούσαν μαθητές από όλες τις κοινωνικές τάξεις του λαού και προκαλούσε τον ενθουσιασμό των Ελλήνων και τόνωνε το εθνικό τους φρόνημα. Τελικά οι αρχές συνέλαβαν τον Ιάκωβο Διασσωρινό και τον εκτέλεσαν το 1562.
Οι Βενετοί, από τη στιγμή που οι κατέλαβαν το νησί, ξεκίνησαν μια προσπάθεια αναγνώρισης της εξουσίας τους από το Σουλτάνο της Αιγύπτου, προς τον οποίο η Κύπρος πλήρωνε φόρο υποτέλειας, πράγμα που έγινε και ίσχυσε μέχρι το 1517, έτος υποταγής της Αιγύπτου στους Οθωμανούς. Μετά την κατάληψη της Ρόδου από τους Τούρκους το 1522, η Κύπρος είναι το μοναδικό χριστιανικό προπύργιο στην Ανατολή. Οι Βενετοί συνειδητοποίησαν γρήγορα την άμεση τουρκική απειλή και άρχισαν να ενδιαφέρονται για την άμυνα του νησιού, φροντίζοντας ιδιαίτερα για την οχύρωση των πόλεων της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου. Με βάση τις εισηγήσεις των αρχιτεκτόνων που ήρθαν από τη Βενετία γι’ αυτόν το σκοπό, κτίστηκαν τα νέα τείχη της Λευκωσίας, ενώ παράλληλα ενισχύθηκαν και τα τείχη της Αμμοχώστου. Η τουρκική απειλή για την Κύπρο ήταν, βεβαίως, συνεχής καθόλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας, όμως οι Τούρκοι ανέβαλλαν την κατάκτηση του νησιού για τους δικούς τους λόγους: Οι Βενετοί ανέπτυσσαν έντονη διπλωματική δραστηριότητα και φέρονταν ως σύμμαχοί τους, ενώ τα βασικά οικονομικά συμφέροντα των Τούρκων εξασφαλίζονταν με τη διατήρηση καλών σχέσεων με τη Βενετία. Ο Σουλτάνος Σελίμ Β΄, λίγο μετά την άνοδό του στο θρόνο το 1566 θεώρησε ότι ο καιρός είχε έρθει και ανέθεσε την ευθύνη της προετοιμασίας της κατάληψης της Κύπρου στον αρχιστράτηγο Λαλά Μουσταφά και τον αντιναύαρχο Πιαλή Πασά. Μετά την απόρριψη του τουρκικού τελεσιγράφου το 1570 από τους Βενετούς, αρχίζει η τουρκική επίθεση κατάληψης της Κύπρου. Ο Λαλά Μουσταφά θα υποτάξει τελικά την Κύπρο την επόμενη χρονιά,βάζοντας τέλος στην Βενετοκρατία και αρχή στην Οθωμανική κατοχή.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να δοθεί στο ενετικό παρατηρητήριου του Κιτίου.
Το ενετικό παρατηρητήριο, ο πύργος του Κιτίου όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται, βρίσκεται στην περιοχή των Περβολιών, σ’ ένα λόφο ύψους 20 περίπου μέτρων κοντά στη θάλασσα, δύο χιλιόμετρα βόρεια του ακρωτηρίου του Κιτίου. Από το παρατηρητήριο αυτό, ειδοποιούσαν με φωτεινούς πυρσούς τη στρατιωτική διοίκηση των αλυκών όπου υπήρχε στρατόπεδο με ελαφρύ ιππικό [stradioti], ενώ μέσω του πύργου της Ξυλοφάγου, ειδοποιούσαν την Αμμόχωστο. Αποτελούσε μέρος μιας σειράς παρατηρητηρίων στη νότια ακτή που λόγω της έλλειψης μεγάλων φρουρίων, επόπτευαν και έλεγχαν τη ναυτική κίνηση σε μια περίοδο που στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, κυριαρχούσε ο οθωμανικός στόλος και τα πειρατικά καράβια. Πρόκειται για τετράπλευρο οικοδόμημα που η κάθε πλευρά έχει μήκος έξι περίπου μέτρα και αποτελείται από δύο πατώματα. Η οροφή και το μεσοπάτωμα στηρίζονταν σε δάπεδα από χοντρά ξύλινα δοκάρια. Στην κορυφή υπάρχουν 4 υδροροές, μια σε κάθε πλευρά. Οι εξωτερικοί τοίχοι συγκλίνουν προς τα μέσα, μέχρι το επίπεδο του δευτέρου ορόφου, ενώ πιο πάνω γίνονται κάθετοι. Η θύρα εισόδου είναι στο πρώτο πάτωμα της δυτικής πλευράς, σε απόσταση τεσσάρων μέτρων από το έδαφος. Η είσοδος στο παρατηρητήριο γινόταν με κρεμαστή σκάλα που ριχνόταν από μέσα. Ο πύργος διέθετε εσωτερική δεξαμενή νερού. Σύμφωνα με ενετικό έγγραφο η κατασκευή του στοίχισε 400 δουκάτα.
Χαρακτηριστικό του κτίσματος είναι τα σκαλιστά διακοσμητικά υπερείσματα και στις τέσσερις πλευρές στην κορυφή του πύργου. Το διακοσμητικό αυτό στοιχείο το βρίσκουμε σε παρόμοιους πύργους του 15ου και του 16ου αιώνα, που επιτηρούσαν την ακτογραμμή του βασιλείου της Νάπολης της Ιταλίας. Τα ενετικά οικόσημα πάνω από τη μοναδική δυτική είσοδο. Αριστερά το οικόσημο Zuan Mattio Bembo, στο κέντρο της Βενετίας και δεξιά το οικόσημο Gradenigo
Στη δυτική πλευρά του πύργου, πάνω από τη μοναδική είσοδο, υπάρχει ενιαία μαρμάρινη πλάκα με τρία ενετικά οικόσημα. Το κεντρικό οικόσημο, με το φτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρκου που κρατά σπαθί, είναι ο επίσημος θυρεός της Δημοκρατίας της Βενετίας. Είναι το μοναδικό οικόσημο στην Κύπρο, που ο φτερωτός λέων της Βενετίας κραδαίνει σπαθί αντί να κρατά Ευαγγέλιο, όπως απεικονίζεται στο επίσημο έμβλημα της Βενετίας. Η μοναδική αυτή απεικόνιση του λέοντα με το ξίφος, υποδηλώνει την υποβόσκουσα εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Βενετίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που εκδηλώθηκε λίγα χρόνια μετά, με την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570-71 Το οικόσημο αριστερά με τους τρεις ρόδακες, εν μέσω του ανάστροφου αγγλικού V , ανήκει στον Zuan Mattio Bembo, Γενικό Προβλεπτή της Κύπρου, ο οποίος ολοκλήρωσε την ανέγερση του παρατηρητηρίου το 1563. Το άλλο οικόσημο δεξιά, με την απλή λωρίδα , ανήκει στην οικογένεια Gradenigo, που ίσως να συνέδραμε χρηματικά στην οικοδόμηση του πύργου.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την Ενετοκρατία μπορείτε να ανατρέξετε στο παρακάτω βιβλίο της Β' Λυκείου: