ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ Η Αμμόχωστος (λατινικά: Famagusta, τούρκικα: Gazimağusa), είναι πόλη στην Κύπρο και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, στον κόλπο που φέρει και το όνομά της. Η αρχαία Αμμόχωστος έφερε το όνομα Σαλαμίνα. Αργότερα μετονομάστηκε σε Αρσινόη και Κωνστάντια. Οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι της εκδιώχθηκαν το 1974 από τον τουρκικό στρατό.
Αναφέρεται με το όνομα αυτό, που σημαίνει κυριολεκτικά την πόλη τη χωμένη στην άμμο, από τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Και πράγματι, η Αμμόχωστος υπήρξε παγκόσμια γνωστό τουριστικό θέρετρο, μεταξύ του 1960 και 1974, λόγω της αμμώδους παραλίας της. Η Αμμόχωστος (Φαμαγκούστα η φράγκικη ονομασία της) είναι και η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας της Κύπρου με 40.000 περίπου κατοίκους.
Η Αμμόχωστος βρίσκεται σε μια περιοχή πεδινή και εύφορη, με αρκετά αξιόλογη γεωργική παραγωγή. Από τα πιο βασικά προϊόντα της περιοχής είναι το σιτάρι, τα αμπέλια, τα εσπεριδοειδή, οι ελιές, ενώ παράγεται και μικρή ποσότητα από βαμβάκι.
Το λιμάνι της πόλης είναι από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια που διαθέτει η Κύπρος και το μοναδικό που είναι κλειστό. Έως το 1974 αποτελούσε το βασικό λιμάνι εξαγωγής γεωργικών προϊόντων.
ΙΣΤΟΡΙΑ Η Αμμόχωστος είναι μια από τις πιο παλιές πόλεις της Κύπρου. Η πόλη πρωτοχτίστηκε κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα από τους Πτολεμαίους, και είχε ονομαστεί Αρσινόη, προς τιμή της βασίλισσας Αρσινόης Β' Φιλαδέλφου, της διάσημης αυτής Ελληνίδας βασίλισσας της Αιγύπτου των Ελληνιστικών χρόνων. Στην ουσία όμως, η Αμμόχωστος υπήρξε η διάδοχος της πιο φημισμένης και πιο σημαντικής αρχαίας πόλης της Κύπρου, της Σαλαμίνας. Κατά την ελληνική μυθολογία, η Σαλαμίνα είχε ιδρυθεί μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου από τον Τεύκρο, το γιο του Τελαμώνα και αδελφό του Αίαντα, από το ελληνικό νησί της Σαλαμίνας.
ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ Το σωζόμενο και σήμερα φρούριο της Αμμοχώστου είναι γνωστότερο με την ονομασία "πύργος του Οθέλλου". Σώζονται επίσης σε καλή κατάσταση, τα ισχυρότατα μεσαιωνικά τείχη της πόλης, και εντός αυτών τα ερείπια και πολλών άλλων μνημείων, περιλαμβανομένων πολλών σημαντικών εκκλησιών. Υποστηρίχτηκε ότι η Αμμόχωστος είχε συνολικά 365 εκκλησίες και μοναστήρια, όσες και οι ημέρες του χρόνου, προφανώς όμως ο αριθμός είναι υπερβολικός.
Από τα αρχιτεκτονικά κτίρια που σώζονται μέχρι σήμερα θα πρέπει να αναφερθεί ο καθεδρικός γοτθικός ναός του Αγίου Νικολάου που από τον 16ο αιώνα και σήμερα έχει μετατραπεί σε τζαμί (Τέμενος Λαλά Μουσταφά Πασά). Υπάρχουν ακόμη και τα ερείπια από 300 και πάνω εκκλησίες.
Πολύ κοντά στην πόλη είναι το μοναστήρι του αποστόλου Βαρνάβα, ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρου, στο χώρο όπου πιστεύεται ότι βρισκόταν και ο τάφος του. Στην ίδια περιοχή βρίσκεται ο εκτενής αρχαιολογικός χώρος της Έγκωμης, μεγάλης πόλης των προϊστορικών χρόνων. Πολύ κοντά βρίσκεται και άλλος εκτενής και σημαντικός αρχαιολογικός χώρος, εκείνος της αρχαίας πόλης της Σαλαμίνας.
ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Εγκατάλειψη, στασιμότητα, φθορά είναι οι τρεις λέξεις που χαρακτηρίζουν τη σημερινή εικόνα του εγκαταλελειμμένου τμήματος της Αμμοχώστου που βρίσκεται στο νότιο άκρο της κατεχόμενης Κύπρου. Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει στις 14 Αυγούστου 1974. Την ημέρα που η πόλη καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό. Ετοιμόρροπα κτίρια, βλάστηση που ξεπροβάλλει μέσα από κτίρια και που καλύπτει τα πάντα σβήνοντας τα όρια δρόμων και πεζοδρομίων είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν το περιφραγμένο τμήμα της Αμμοχώστου αυτήν τη στιγμή. Στις καταστροφές που έχει προκαλέσει η τουρκική εισβολή και η οργανωμένη λεηλασία η οποία ακολούθησε, έχουν προστεθεί και αυτές του χρόνου. Η δραματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η άλλοτε λαμπερή πόλη περιγράφηκε με ιδιαίτερη παραστατικότητα και με μελανά χρώματα στην έκθεση της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωκοινοβουλίου του 2008: "Από το φράκτη που αποτρέπει τους πεζούς να έχουν πρόσβαση στο Βαρώσι, τα παραλιακά ξενοδοχεία, τα διαμερίσματα και τα εστιατόρια δεν είναι τίποτε περισσότερο από σαθρούς σκελετούς από μπετόν – τεράστιες αστικές ταφόπλακες που στέκονται αποφασιστικά ενάντια στο πέρασμα του χρόνου".
Η Κερύνεια (Τουρκικά: Girne) είναι παραθαλάσσια πόλη της Κύπρου που βρίσκεται περί το μέσον της βόρειας ακτής της. Αποτελεί πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας που εκτείνεται από το ακρωτήριο Κορμακίτη μέχρι τη λεγόμενη των "Αχαιών ακτή", περιλαμβάνοντας και το μεγαλύτερο μέρος της οροσειράς του Πενταδάκτυλου.
Ιστορία Η Κερύνεια αποικήθηκε από τους Αχαιούς από τα προϊστορικά χρόνια (1300π.Χ.). Σύμφωνα με την μυθολογία η Κερύνεια ιδρύθηκε από τους Αχαιούς Κηφέα και Πράξανδρο που κατέληξαν εκεί όταν επέστρεφαν στη πατρίδα τους από τον Τρωικό πόλεμο, οι ήρωες έδωσαν στη νέα πόλη το όνομα της πόλης τους της Κερύνειας που βρίσκεται στην Αχαΐα.
Η Κερύνεια, μαζί με τη γειτονική της Λάπηθο (μεγάλο χωριό σήμερα), αποτελούσαν κατά την αρχαιότητα ένα από τα σημαντικά κυπριακά βασίλεια. Οι Βυζαντινοί είχαν οχυρώσει την Κερύνεια κατά τον 11ο/12ο αιώνα. Το φρούριο της πόλης, που σώζεται και σήμερα και δεσπόζει του μικρού της λιμανιού, ενισχύθηκε από τους Φράγκους κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1192-1489) και από τους Βενετούς κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (1489-1570). Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας η Κερύνεια υπήρξε σημαντική πόλη και το βόρειο λιμάνι της Κύπρου (το κύριο προς την Ευρώπη).
Η πόλη γνώρισε τον πόλεμο το 1210-1233, όταν ο Γερμανός Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β' προσπάθησε να θέσει την Κύπρο υπό την κυριαρχία του, και το 1374, όταν η πόλη απέκρουσε με επιτυχία μια σκληρή πολιορκία της από τους Γενουάτες. Και άλλα πολεμικά επεισόδια, κατά καιρούς, σημάδευσαν την ιστορία της. Το Σεπτέμβρη του 1570 παραδόθηκε αμαχητί στους Οθωμανούς Τούρκους, λίγο μετά την πολιορκία και άλωση της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1570-1878), βρισκόταν σε κατάσταση παρακμής, όπως άλλωστε και ολόκληρη η Κύπρος. Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας (1878-1960), γνώρισε περιορισμένη μόνο ανάπτυξη, εξαιτίας κάποιων έργων υποδομής που είχαν γίνει και που περιλάμβαναν βελτιώσεις του μικρού και γραφικού λιμανιού της. Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου (1960), η Κερύνεια άρχισε να αναπτύσσεται με γοργό ρυθμό, ιδίως τουριστικά.
Το όμορφο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται κτισμένη, με την οροσειρά του Πενταδακτύλου στα νότιά της (συνδυάζοντας έτσι βουνό και θάλασσα) και τα αρχαία μνημεία στην ίδια την πόλη και γύρω από αυτή, ήταν αρκετοί λόγοι για να αποκτήσει η Κερύνεια διεθνή τουριστική φήμη. Στη θαλάσσια περιοχή της πόλης βρέθηκε και ένα αρχαίο ναυάγιο εμπορικού ελληνικού πλοίου του 4ου π.Χ. αιώνα, που ανελκύστηκε το 1967 και τοποθετήθηκε στο φρούριο της πόλης. Το σημαντικό αυτό αρχαιολογικό εύρημα έγινε διεθνώς γνωστό ως «το πλοίο της Κερύνειας».
Τον Ιούλιο του 1974, στα πλαίσια των πολεμικών επιχειρήσεων της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, η Κερύνεια κατελήφθη από τα τουρκικά στρατεύματα, ενώ οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι εκδιώχθηκαν στα πλαίσια εθνοκάθαρσης από τις εστίες τους και κατέφυγαν ως πρόσφυγες στο ελεύθερο κομμάτι του νησιού. Από το 1983 ελέγχεται ντε φάκτο από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής και την υποτελή διοίκηση των Κατεχομένων.
ΚΑΡΠΑΣΙΑ
Κατεχόμενο από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής, από το 1974, χωριό της επαρχίας Κερύνειας, περί τα 30 χμ. νοτιοδυτικά της πόλης της Κερύνειας. Η Καρπάσια μαζί με τον Κορμακίτη, τον Ασώματο Κερύνειας και την Αγία Μαρίνα Σκυλλούρας, αποτελούν τα τέσσερα μαρωνιτικά χωριά της Κύπρου. Το χωριό δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 440 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή του καλλιεργούντο, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, κυρίως τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά, οι χαρουπιές και οι ελιές. Υπάρχουν ωστόσο και αρκετές ακαλλιέργητες εκτάσεις στα νότια και δυτικά του χωριού όπου φυτρώνει μια άγρια φυσική βλάστηση από πεύκα, θυμάρι, αγριελιές και μαζιές. Μέρος του δάσους Καρπάσια εμπίπτει στα διοικητικά όρια του χωριού. Από κτηνοτροφικής απόψεως, το 1973 εκτρέφονταν στην Καρπάσια 634 πρόβατα, 286 αίγες και 53 αγελάδες. Ο αριθμός των αγελάδων ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος σ΄ολόκληρη την επαρχία, μετά τα χωριά Λάπηθος και Ασώματος. Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Καρπάσια συνδέεται στα βόρεια με το χωριό Μύρτου και μέσω του με την πόλη της Κερύνειας. Συνδέεται επίσης στα βορειοδυτικά με το χωριό Διόριος. Η Καρπάσια το 1973 αριθμούσε 245 κατοίκους. Η Καρπάσια είναι το μικρότερο σε πληθυσμό από τα μαρωνίτικα χωριά της Κύπρου. Το χωριό ήταν, πιθανώς ένα από εκείνα που ιδρύθηκαν από τους Μαρωνίτες μετά τη μαζική εγκατάλειψη της Συρίας και της Παλαιστίνης εξαιτίας αραβικών επιθέσεων, οπότε αρκετοί απ΄αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο μεταξύ 8ου και 10ου αιώνα. Ο πατήρ Lammens, επίσκοπος Dibb, γράφει ότι κατά τον 12ο αιώνα υπήρχε στην Κύπρο, μαρωνίτικη κοινότητα με 30 χωριά. Νέο κύμα Μαρωνιτών έφθασε κι εγκαταστάθηκε στην Κύπρο, εξαιτίας επιθέσεων των Μουσουλμάνων, κατά τον 12ο/13ο αιώνα. Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας οι περισσότεροι απ΄αυτούς ήσαν εγκατεστημένοι σε χωριά στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου. Η Καρπάσια φαίνεται να ήταν ανέκαθεν μαρωνίτικο χωριό, οπωσδήποτε δε είναι ένα από τα λίγα που παρέμειναν μαρωνίτικα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Από το χωριό καταγόταν ο Λουκάς Καρπασιώτης, τελευταίος επίσκοπος των Μαρωνιτών της Κύπρου, αφού μετά τον θάνατο του το 1673, οι Μαρωνίτες της Κύπρου υπάγονται εκκλησιαστικά στην επισκοπική έδρα του Λιβάνου. Κατά τον Μας Λατρί, το χωριό ήταν αρχοντικό φέουδο κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας, αλλά για κάποια περίοδο ανήκε στα βασιλικά κτήματα.
Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό και, κατά τον Γκάννις, πρόκειται για κτίσμα που αντικατέστησε παλαιότερο. Ο Τζέφρυ αναφέρει ότι είδε στο εσωτερικό της κατάλοιπα τοιχογραφιών. Το εικονοστάσι είναι των αρχών του 17ου αιώνα, με δύο εικόνες της Παναγίας της ίδιας περιόδου. Σημαντικότερο κειμήλιο είναι ένας βυζαντινός σταυρός του 8ου αιώνα, τον οποίο προσπάθησαν να κλέψουν Τούρκοι αρχαιοκάπηλοι. Σε παλιούς χάρτες το χωριό βρίσκεται σημειωμένο ως Carpos. Μετά την τουρκική στρατιωτική εισβολή του 1974, στην Καρπάσια παρέμειναν εγκλωβισμένοι αρκετοί Μαρωνίτες κάτοικοι. Το δημοτικό σχολείο του χωριού λειτούργησε ξανά στο τέλος του 1975 και το 1981 είχε 10 μόνο μαθητές. Πιστεύεται ότι το χωριό ονομάστηκε Καρπάσια από την Καρπασία, σ΄ανάμνηση του γεγονότος ότι στην περιοχή εκείνη της Κύπρου έφθασαν από την Συρία οι περισσότεροι Μαρωνίτες πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στην Κύπρο.
Βόρεια Λευκωσία Η Βόρεια Λευκωσία (τουρκικά: Kuzey Lefkoşa), αναφερόμενη και ως Κατεχόμενη Λευκωσία είναι η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη του de facto κράτους της Βόρειας Κύπρου, η οποία αναγνωρίζεται από τη Δημοκρατία της Κύπρου και τα Ηνωμένα Έθνη ως κατεχόμενο κυπριακό έδαφος. Αποτελεί το βόρειο τμήμα της πόλης της Λευκωσίας και υπάγεται στον Δήμο Λεφκόσα. Ευρισκόμενη επί του ποταμού Πεδιαίου και σχεδόν στο κέντρο του νησιού, αποτελεί έδρα της κυβέρνησης, καθώς και το σημαντικότερο επιχειρηματικό κέντρο του αυτονακηρυγμένου κράτους.
Μετά τις διακοινοτικές Ταραχές του 1963, η πρωτεύουσα της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίστηκε σε δύο κοινότητες μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στα νότια και βόρεια αντιστοίχως. Το πραξικόπημα της ελληνικής Δικτατορίας των Συνταγματαρχών για την ανατροπή του Μακαρίου και την προσάρτηση του νησιού στην Ελλάδα το 1974 οδήγησε στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο, με την παγκόσμια κοινότητα να θεωρεί, έκτοτε, τη Βόρεια Λευκωσία ως έδαφος υπό τουρκική κατοχή.
Πλησιάζοντας λοιπόν στην «Πράσινη Γραμμή» καταλαβαίνεις ότι η καρδιά σου αρχίζει να χτυπά δυνατότερα! Και μόνο οι σκέψεις ότι κάποτε η Κύπρος ήταν ενιαία και από την άλλη πλευρά υπάρχουν σπίτια, ιδιοκτησίες και κυρίως αναμνήσεις μίας ολόκληρης ζωής πολλών Κυπρίων, δεν γίνεται να μην επηρεαστείς!
Η οδός Λήδρας, ο πιο ιστορικός και εμπορικός δρόμος της Λευκωσίας οδηγεί στη μία πύλη που οδηγεί στην κατεχόμενη πλευρά της πόλης. Συνολικά πέντε είναι οι πύλες εισόδου κατά μήκος της «Πράσινης Γραμμής». Στις 9 Μαρτίου 2007 κάτι έδειξε να αλλάζει, όταν κατεδαφίστηκε το οδόφραγμα της οδού Λήδρας με απόφαση της κυπριακής κυβέρνησης, ως ένα πρώτο βήμα για την αποστρατιωτικοποίηση όλης της Λευκωσίας. Εκεί ήταν και το σημείο που για χρόνια κάθε Κυριακή μαζεύονταν οι μητέρες των αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής, ζητώντας να μάθουν τι έγιναν τα παιδιά τους. Πλέον υπάρχει ένα μνημείο για να θυμίζει τους αγνοούμενους και για να στέλνει παντού το μήνυμα του «Δεν Ξεχνώ!». Αλλά και να θέλουν να ξεχάσουν οι Κύπριοι δεν μπορούν! Τα τείχη, τα συρματοπλέγματα και οι φράκτες που ορθώνονται εδώ και πολλά χρόνια, από τη μία πλευρά και την άλλη και οριοθετούν την «Πράσινη Γραμμή», είναι πάντα εκεί. Ενα με τη ζωή τους, ένα με την καθημερινότητα τους, σε σημείο να πίνουν καφέ δίπλα τους, δίπλα σε σακιά με άμμο που χρησιμοποιήθηκαν και αυτά ως είδος φράκτη από όσους διαμέλισαν την Λευκωσία.
Περπατώντας προς την κατεχόμενη περιοχή και αμέσως μετά το μνημείο των αγνοούμενων, είναι τα φυλάκια της κυπριακής αστυνομίας. Ωστόσο πλέον τα πράγματα είναι πιο χαλαρά και χωρίς κανείς να σε ελέγξει ή να σε ρωτήσει για οτιδήποτε, τα προσπερνάς και μπαίνεις στην «Πράσινη Γραμμή». Εκεί ο χρόνος έχει σταματήσει. Κλειστά σπίτια, κλειστά καταστήματα σε μία λωρίδα γης που ακροβατεί ανάμεσα στο χθες και το σήμερα... Χωρίς να το καταλάβω σταμάτησα, έμεινα ακίνητος στο σημείο που αποκαλείται και Νεκρή ζώνη και το μυαλό μου ταξίδεψε μακριά, πολύ μακριά, σε εποχές που δεν υπήρχαν τείχη και στρατιώτες, σε εποχές που άκουγες δυνατές φωνές και χαμόγελα, σε εποχές που οι άνθρωποι είχαν περισσότερα κοινά παρά διαφορές.
Ο τωρινός πληθυσμός της Βόρειας Λευκωσίας ανέρχεται στις 49.868 κατοίκους.Η Βόρεια Λευκωσία είναι σημαντικής επιχειρηματικής σημασίας, καθώς διαθέτει πολλά εμπορικά καταστήματα, δύο σύγχρονα εμπορικά κέντρα, εστιατόρια και χώρους διασκέδασης. Η πόλη αποτελεί εμπορικό κέντρο και παράγει υφάσματα, δέρματα, ενώ διαθέτει βιομηχανία αγγειοπλαστικής, πλαστικού, καθώς και άλλων προϊόντων. Η Λευκωσία αποτελεί έδρα δύο τουρκοκυπριακών πανεπιστημίων.