30 π.Χ. - 330 μ.Χ. Ρωμαϊκή Περίοδος. Οι Ρωμαίοι (Ιταλοί) αξιοποίησαν τα ορυχεία χαλκού της Κύπρου. Υπό τη ρωμαϊκή κυριαρχία, ως αποτέλεσμα των εμπορικών συναλλαγών, η Κύπρος απήλαυσε μια περίοδο τριακοσίων χρόνων ανάπτυξης της οικονομίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγινε και η στροφή του νησιού στο χριστιανισμό από τους Αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα (45 μ.Χ.).
Aπό το 45 μ.X. εισήχθη στο νησί ο χριστιανισμός από τους Aποστόλους Παύλο και Bαρνάβα και όταν το 293 μ.X. ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός διαίρεσε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η Kύπρος περιελήφθη στο ανατολικό τμήμα, το οποίο αργότερα έγινε γνωστό ως βυζαντινή αυτοκρατορία. Στα πλαίσια της Βυζαντινής αυτοκρατορία η Κύπρος γνώρισε πολιτιστική άνθηση. Στην εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας εντοπίζονται οι ρίζες της σημερινής κυπριακής παραδοσιακής μουσικής και χορών. Η ομοιότητα σε ρυθμό και χορευτικές κινήσεις των Κυπριακών κυρίως με τους κρητικούς και μικρασιατικούς χορούς είναι ενδεικτικά της διαπίστωσης αυτής. Ακόμα και οι στίχοι παραδοσιακών και δημοτικών τραγουδιών, προσαρμοσμένα πάντοτε στο κυπριακό ιδίωμα, παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα με αυτά της Μικράς Ασίας και της Κρήτης.
Γενικά η ρωμαϊκή περίοδος, όντας περίοδος ειρήνης, επέτρεψε την ευημερία και την πρόοδο των Κυπρίων. Αψευδής μάρτυρας του πλούτου που συσσωρεύτηκε και του εκλεπτυσμένου τρόπου ζωής των κατοίκων είναι το πλήθος των ορατών σήμερα αρχαιοτήτων, που το μεγαλύτερο και εντυπωσιακότερο μέρος τους προέρχεται από αυτή την περίοδο. Σπουδαίες κατοικίες διακοσμημένες με υπέροχα ψηφιδωτά, μνημειακά δημόσια κτίρια όπως θέατρα, αμφιθέατρα, ασκληπιεία, διοικητικά κέντρα, τάφοι με τοιχογραφίες, αγορές, γυμνάσια και λουτρά κοσμούσαν όλες σχεδόν τις πόλεις της Κύπρου. Η οικονομία της νήσου ήταν επίσης πολύ αναπτυγμένη. Ο ιστορικός Πλίνιος ο πρεσβύτερος (23 – 79 μ.Χ.) καθώς και ο γεωγράφος Στράβων (63 π.Χ – 24 μ.Χ.) μνημονεύουν την καλή ποιότητα του κρασιού της Κύπρου αλλά και του λαδιού, λιναριού, μαλλιού και των σιτηρών. Συνεχίστηκε ακόμη η παράδοση που ήθελε την Κύπρο να είναι ναυπηγικό κέντρο. Η άφθονη ξυλεία που διέθετε ήταν η εγγύηση για την αδιάκοπη κατασκευή και συντήρηση πλοίων. Η ανάπτυξη των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών ήταν απλά η απόρροια και το επιστέγασμα της ειρήνης και της οικονομικής άνθησης. Φιλοσοφία, μουσική και ιατρική έχουν να επιδείξουν σημαντικούς εκπροσώπους, όπως ο στωικός Βακχίων Τρύφωνος, Πάφιος, που υπήρξε πρώτος δάσκαλος του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου, ο μουσικός Αίλιος Αιλιανός, ο γιατρός Ζήνων ο Κιτιεύς (συνώνυμος του μεγάλου φιλοσόφου) που έδρασε προς το τέλος της περιόδου στην Αλεξάνδρεια και έφερε τον τίτλο του αρχιάτρου της πόλης, ενώ ίδρυσε και ιατρική σχολή στην οποία φοίτησαν αρκετοί που δημιούργησαν όνομα στα κατοπινά χρόνια. Στην πόλη της Πάφου ανακαλύφθηκε πριν από λίγα χρόνια ο τάφος ενός γιατρού που περιείχε τριάντα μεταλλικά εργαλεία, καθώς και φάρμακα υπό μορφή σκόνης. Στην ανάπτυξη της Κύπρου συνέτεινε τα μέγιστα η καλή διακυβέρνηση της νήσου. Αν εξαιρέσει κάποιος τα πρώτα χρόνια μετά την κατάληψή της, κατά τα οποία οι Ρωμαίοι απομύζησαν τους κατοίκους -είναι γνωστό το παράδειγμα της Σαλαμίνας στην οποία δόθηκε δάνειο με τόκο προς 48% αντί του νόμιμου 12%-, όταν σταθεροποιήθηκε ο τρόπος διοίκησης του νησιού μετά το 22 π.Χ., όλα πήραν την πορεία τους για καλύτερες μέρες. Σ’ αυτό συνέτεινε το γεγονός ότι η χρονική διάρκεια των καθηκόντων των σημαντικότερων αρχόντων διαρκούσε μόνο ένα έτος κι έτσι αποτρεπόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό η διαφθορά. Διοικητικός, στρατιωτικός και δικαστικός άρχοντας ήταν ο ανθύπατος με έδρα την πόλη της Πάφου. Αυτός είχε υπό τις οδηγίες του τον quaestor provinciae, που ήταν υπεύθυνος για οικονομικά θέματα, και τον legatus pro praetore για τα στρατιωτικά. Οι τρεις αυτοί άρχοντες δεν μπορούσαν να υπηρετούν μαζί περισσότερο από έξι μήνες καθώς ο ανθύπατος αναλάμβανε τα καθήκοντά του από 1η Ιουλίου για ένα μόνο έτος, ενώ ο quaestor provinciae στις 10 Δεκεμβρίου και αυτός για ένα μόνο έτος. Ο σημαντικότερος ανθύπατος που υπηρέτησε στην Κύπρο είναι ο γνωστότερος ρήτορας της Ρώμης Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (51/50 π.Χ.), ο οποίος προσπάθησε να προστατέψει τους Κυπρίους από τις αρπακτικές διαθέσεις των συμπατριωτών του. Παρά το ό,τι η ρωμαιοκρατία κράτησε τέσσερις σχεδόν αιώνες, η γλώσσα των Κυπρίων συνέχισε να είναι η ελληνική και είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός πως όλες σχεδόν οι επιγραφές που διασώθηκαν είναι στην ελληνική. Η λατινική ήταν σχεδόν άγνωστη σ’ ολόκληρη την ανατολή και φυσικά και στην Κύπρο. Οι πόλεις του νησιού συνέχισαν να διοικούνται από τοπικούς άρχοντες, όπως ακριβώς γινόταν επί Πτολεμαίων. Κάθε πόλη είχε τη Βουλή της (είδος τοπικού συμβουλίου), τους Άρχοντες του δήμου και τους Γυμνασίαρχους. Συνέχισε επίσης τη λειτουργία του το «Κοινόν Κυπρίων» περισσότερο ως θρησκευτική οργάνωση, που είχε όμως και το δικαίωμα κοπής χάλκινων νομισμάτων. Πρωτεύουσα και έδρα του ανθυπάτου συνέχισε να είναι η Πάφος μέχρι που ξεκίνησε η Βυζαντινή περίοδος, οπόταν τον ρόλο αυτό ανέλαβε η Σαλαμίνα, αφού πια ολόκληρη η Κύπρος υπαγόταν διοικητικά στην Αντιόχεια από την οποία στελνόταν και ο διοικητής της Κύπρου, γνωστός με τον τίτλο consularis. Τότε ακριβώς συνέβησαν μέσα σε δέκα χρόνια, το 332 και 342 μ.Χ., δύο μεγάλοι σεισμοί που κατέστρεψαν την Κύπρο. Η Σαλαμίνα ξανακτίστηκε, σε μικρότερη όμως κλίμακα, με σημαντική βοήθεια από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, γι’ αυτό και μετονομάστηκε σε Κωνσταντία και έγινε η έδρα του ανώτατου διοικητικού άρχοντα αλλά και του θρησκευτικού προκαθημένου αυτής.