Οι προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα αρχίζουν αρκετές μέρες πριν. Οι πιστοί νηστεύουν για σαράντα μέρες μέχρι τη θεία μετάληψη. Οι γυναίκες αναλαμβάνουν την καθαριότητα του σπιτιού καθώς και την παρασκευή γλυκών, κυρίως κουλουριών. Στο παρελθόν, οι νοικοκυρές για να φτιάξουν τα χριστουγεννιάτικα κουλούρια έπρεπε να ακολουθήσουν την εξής διαδικασία. Αρχικά, έπλεναν το σιτάρι τους, εν συνεχεία το μετέφεραν σε ένα από τους αλευρόμυλους του χωριού. Τις παραμονές των Χριστουγέννων, οι νοικοκυρές έφτιαχναν ψωμιά, κουλούρια, «ζεμπυλάκια», «γεννόπιτες» και την πίττα του Άη Βασίλη. Όλα τα εδέσματα καλύπτονταν με σησάμι και ψήνονταν σε χωριάτικους φούρνους. Την μέρα των Χριστουγέννων, οι κάτοικοι του χωριού ντυμένοι στα γιορτινά τους πήγαιναν στην εκκλησία. Παλαιότερα, υπήρχε η συνήθεια τη μέρα αυτή, όλοι αλλά κυρίως τα παιδιά, να «πανίσουν», δηλαδή να φορέσουν κάτι καινούριο, ρούχα ή παπούτσια. Ο Κινάνης, αναφέρει χαρακτηριστικά πως «όσοι το κατάφερναν, χαιρόντουσαν πραγματικά» και συνεχίζει γράφοντας πώς τότε μόνο ένιωθαν πως «έκαμναν Πάσχα». Δυστυχώς, όμως, αυτή την ευχαρίστηση δεν μπορούσαν να την έχουν κάθε χρονιά, ιδίως οι φτωχές οικογένειες. Όταν τελείωνε η θεία λειτουργία και λάμβαναν τη θεία μετάληψη, επέστρεφαν στα σπίτια τους, όπου τους περίμενε η σούπα με το αυγολέμονο καθώς και εύγεστο σπιτίσιο κοτόπουλο.
Πρωτοχρονιά Η πρώτη μέρα του χρόνου ακόμη και σήμερα αποτελεί μέρα γιορτής ολόκληρης της οικογένειας. Τα παιδιά μαζί με την παππού και την γιαγιά καθόντουσαν μπροστά από την αναμμένη «τσιμινιά», δηλαδή τζάκι. Τότε, ξεκινούσε και ένα παιχνίδι, το οποίο φανέρωνε την αγάπη διαφόρων προσώπων, κυρίως της οικογένειας. Σαφέστερα, έριχναν φύλλα ελιάς στη φωτιά κάνοντας την εξής ευχή: ΄Αη Βασίλη ΒασίληΒασιληά, δείξε τζαι φανέρωσε , τζαισταυριδοσκόπησε, αμ’ μ’ αγαπά ο/η………… -συμπληρώνουν το όνομα του προσώπου που ήθελαν να μάθουν αν τους αγαπά. Αν τα φύλλα της ελιάς χοροπηδούσαν τη στιγμή που έλεγαν την ευχή σήμαινε πως το πρόσωπό τους αγαπούσε. Ο Κινάνης γράφει πως τα παιδιά ζητούσαν να μάθουν αν τους αγαπούσε ο θείος, ο νονός ή άλλος συγγενής, ούτως ώστε να μπορούν να μάθουν «ποιοι θα τους πλουμίσουν» την πρωτοχρονιά. Το ίδιο βράδυ, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν το τραπέζι του Άη Βασίλη, όπου τοποθετούσαν κόλλυβα, μια μπουκάλα κρασί, την βασιλόπιτα, ένα ποτήρι και ένα πιάτο. Επίσης, τοποθετούσαν κλωνιά ελιάς έξω από την πόρτα ή το παράθυρο . Το πρωί της πρωτοχρονιάς είθισται οι χωριανοί να φορούν τα καλά τους ρούχα και να πηγαίνουν στην εκκλησία. Όταν επέστρεφαν σπίτι, οι νοικοκυρές άρχιζαν την προετοιμασία για το γιορτινό τραπέζι του μεσημεριού, ενώ οι άνδρες πήγαιναν στον καφενέ για να ανταλλάξουν ευχές με τους συγχωριανούς. Τα μικρά παιδιά έσπευδαν να ευχηθούν σ’ όλους τους συγγενείς για να πάρουν την «πουλουστρίνα», ένα μικρό δώρο που συνήθως ήταν δύο με τρία γρόσια. Οι ηλικιωμένοι για να μπορέσουν να προσφέρουν «πουλουστρίνα» στα εγγόνια τους συχνά ζητούσαν χρήματα από τα παιδιά τους. Η «εκστρατεία για τη πουλουστρίνα» επαναλαμβανόταν τα Φώτα- Θεοφάνεια. « Καλημέρα και τα Φώτα και την πλουμιστήρα πρώτα.»
Η παραμονή των Φώτων Η παραμονή των Φώτων ή αλλιώς τα Κάλαντα, έπονται της Πρωτοχρονιάς. Ο ιεράς του χωριού μαζί με τους επιτρόπους της εκκλησίας, «καλάντιζε», έκανε δηλαδή αγιασμό σ’ όλα τα σπίτια του χωριού. Την παραμονή των Φώτων, στην εκκλησία τελείται αγιασμός των υδάτων της κολυμβήθρας. Οι χωριανοί γεμίζουν μπουκαλάκια με αγιασμό, τον οποίον εν συνεχεία ράντιζαν τα δέντρα και τα σπαρτά τους για να καρποφορήσουν. Το βράδυ της παραμονής, η μητέρα και η γιαγιά ετοιμάζουν τους λουκουμάδες ή αλλιώς ξεροτήγανα. Τα πρώτα που ψήνουν πρέπει να τα προσφέρουν στους καλικάντζαρους ή αλλιώς «σκαλαπούνταρους». Συγκεκριμένα, τα ρίχνουν στα δώματα, δηλαδή στις ταράτσες των σπιτιών λέγοντας ταυτόχρονα: Τιτσίντιτσίνλουκάνικόν, κομμάτι ξεροτήγανο, μαχαίρι μαυρομάνικο να φάτε και να φύετε Η προφορική παράδοση διασώζει μια σειρά από ιστορίες του παρελθόντος με πρωταγωνιστές τους καλικάτζαρους. Σαφέστερα, οι χωριανοί έβλεπαν, όπως οι ίδιοι αφηγούνται, «παπάδες, ταύρους, μάγους με υπερφυσική δύναμη, χορωδίες με βιολιά και λαούτα». Τις φανταστικές αυτές μορφές κυρίως τις συναντούσαν τις νύχτες στα απόμερα σημεία του χωριού, σε μονοπάτια, γέφυρες και πλησίον του ποταμού. Τότε, για να γλιτώσουν από τα φαντάσματα, έκαναν τρεις φορές τον σταυρό τους και έψαλλαν την Κυριακή Προσευχή «αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού».
Θεοφάνεια Το πρωί των Θεοφανείων, μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας, οι πιστοί ανάβουν τα κεριά ή τα φανάρια τους με Άγιο Φως, για να μεταφέρουν την ευλογία του στο σπίτι τους. Το Άγιο Φως πρέπει να παραμείνει άσβεστο περί τις δέκα μέρες. Συχνά, στο παρελθόν, τα φαναράκια με το Άγιο Φως μεταφέρονταν και στις μάντρες, έτσι ώστε τα ζώα να είναι γερά και γόνιμα. Μετά το πέρας της Θείας λειτουργίας, σχηματίζεται μια τεράστια πομπή αποτελούμενη από το Μητροπολίτη, τον υπόλοιπο ιερό κλήρο, πλήθος χωριανών καθώς και στρατιωτικό απόσπασμα. Η πομπή φτάνει στον ποταμό Καρκώτη, παρά το γιοφύρι του «Κούμνα», όπου συμπληρώνεται με πιστούς από τα γύρω χωριά, την Κοράκου και την Τεμπριά. Τότε ο Μητροπολίτης Μόρφου εμβαπτίζει το Σταυρό πραγματοποιώντας τον αγιασμό των υδάτων του. Πρέπει να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο έθιμο λαμβάνει χώρα από τότε που η Μητρόπολη Μόρφου εγκαθιδρύθηκε προσωρινά στην Ευρύχου. Παλαιότερα, την ημέρα των Θεοφανίων, ο ιεράς με τη συνοδεία επιτρόπων και ενός νεαρού, επισκέπτονταν ένα προς ένα τα σπίτια του χωριού για να τελέσουν αγιασμό. Οι νοικοκυρές προσέφεραν στον ιερέα. και στη συνοδεία του ξεροτήγανα και κρασί. Επίσης, οι χωριανοί τοποθετούσαν σ’ ένα δοχείο που κρατούσε ο νεαρός, ένα νόμισμα, σαν εισφορά στον ιερέα. Μ’αυτόν τον τρόπο οι επίτροποι εισέπρατταν την ετήσια εισφορά, φορολογία που επέβαλλε η εκκλησία σε όλους τους ενήλικες άνδρες, 25 χρονών και άνω.
Οι Σήκωσες Οι Σήκωσες είναι συνδεδεμένες με το γλέντι και το φαγοπότι. Διαρκούν δυο βδομάδες, η μια της Απόκρεω και η άλλη της Τυροφάγου. Την πρώτη Σήκωση, την Κυριακή της Απόκρεω ή Κρεατινή, όλα τα φαγητά είναι φτιαγμένα από κρέας. Την βδομάδα μέχρι την Κυριακή της Απόκρεω, η Τετάρτη και η Παρασκευή εξακολουθούν να είναι μέρες νηστείας, ούτως ώστε να συμπληρωθεί το πενηνταήμερο της νηστείας που οδηγεί στο Πάσχα. Την Πέμπτη της ίδιας βδομάδας, γνωστή ως Τσικνοπέμπτη, συνηθίζεται να τρώνε χοιρινό κρέας και κυρίως λουκάνικά στα κάρβουνα. Η τσίκνα, η έντονη μυρωδιά που αναδύεται κατά το ψήσιμο του κρέατος προσέδωσε και το πρώτο συνθετικό αυτής της Πέμπτης. Μετά την βδομάδα της Απόκρεω ακολουθεί η Τυροφάγου, όπως άλλωστε δηλώνεται στους στίχους του παραδοσιακού τραγουδιού: Επήαν οι Απόκριες τζιήρταν οι Τυρινάες που τραγουδούν οι παίδενεςτζαι τραγουδούν οι ρκάες» Την βδομάδα της Τυροφάγου, όπως δηλώνει και το όνομα της, είθισται να τρώνε μόνο γαλακτοκομικά. Τα παραδοσιακά φαγητά της βδομάδας είναι το «γαλότρι», δηλαδή βραστά ζυμαρικά με γάλα, καθώς και τα μπουρέκια με γέμιση χαλούμι ή «αναρή», δηλαδή μυζήθρα. Στο παρελθόν, οι νοικοκυρές έφτιαχναν μπουρέκια κυρίως για να προσφέρουν τους μασκαρεμένους που επισκέπτονταν τα σπίτια τους. Ειδικότερα, το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής όταν όλη η οικογένεια συγκεντρωνόταν για το καθιερωμένο φαγοπότι ερχόντουσαν οι μασκαράδες ή αλλιώς «Μάσκες». Ο Κινάνης αναφέρει πως υπήρχε ένα έθιμο «κάτι σαν νόμος», σύμφωνα με το οποίο οι μασκαρεμένοι όφειλαν να επισκέπτονται όλα τα σπίτια του χωριού για να φάνε σπιτίσια μπουρέκια, «κρασί του νοικοκύρη και να του ευχηθούν χίλια χρόνια να ζήσει και σ’ όλους τους άλλους καλό Πάσχα να φτάσουν». Επίσης, εύχονταν μελωδικά στους παρευρισκομένους, ανάμεσα τους και τα εξής: Σσίλια καλώς ευρέθημαντζιαι πάλε να βρεθούμεν τζιαι περισσότερες χαρές να καταξιωθούμε Χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς πως αν οι μασκαρεμένοι για οποιονδήποτε λόγο δεν επισκεπτόταν κάποια οικογένεια, αυτή ένιωθε προσβολή.
Οι μάσκες και οι «σούσες» Οι νέοι του χωριού ξεφάντωναν τόσο την πρώτη όσο και τη δεύτερη Κυριακή. Σαφέστερα, μασκαρεύονταν ή αλλιώς γίνονταν μάσκες, φορώντας συνηθέστερα είτε την βράκα του παππού είτε το φόρεμα της μητέρας τους. Το γλέντι άρχιζε από το πρωί της Κυριακής, όταν οι μασκαρεμένοι νεαροί περιδιάβαιναν στους δρόμους του χωριού σκορπώντας με τις φωνές και τα τραγούδια τους, το γλέντι. Και οι κοπέλες του χωριού μαζεύονταν σε σπίτια με καμάρες για να κρεμάσουν στα «κανάτζια» που θα στήριζαν τις «σούσες», δηλαδή τις κούνιες. Οι κοπέλες κάθονταν ανά τριάδες ή ανά τετράδες στην κούνια ανάλογα με μέγεθος της σανίδας. Οι νεαρές γεμάτες χάρη και ενθουσιασμό καθόντουσαν στις «σούσες» και τραγουδούσαν εύθυμα τραγούδια. Στη συνέχεια, ακολουθεί ένα απόσπασμα από τα γνωστότερα παραδοσιακά τραγούδια των κοριτσιών, όπως διασώζεται από τον Κινάνη: Τ’ όνομα σου πως το λέγουν, να το μάθω πεθυμώ, να το μάθω κι’ ας ποθάνω στο ερημοκλήσι αυτό πέντε, ένδεκα, και πέντε, δεκατρία και επτά τ’ όνομα μου είναι τούτο, τα ψηφία είναι αυτά
Η «μούττη» της Σαρακοστής- Καθαρά Δευτέρα Την Καθαρά Δευτέρα, ακόμη και σήμερα, οι χωριανοί κατευθύνονται ανά ομάδες στις βουνοπλαγιές. Κάθονται στην ύπαιθρο, τρώνε νηστίσιμα φαγητά και τραγουδούν παραδοσιακά τραγούδια. Την ημέρα αυτή, σύμφωνα με την παράδοση, κόβουμε τη «μούττη» της Σαρακοστής , μ’ άλλα λόγια αρχίζουμε τη νηστεία για το Πάσχα.
Η κλωστή του Μάρτη Υπάρχει έθιμο κάθε χρόνο την πρώτη του Μάρτη να δένουν στα χέρια ή στο λαιμό των μικρών παιδιών, κυρίως κοριτσιών μια «τρίκλωνη κλωστή». Σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, η κλωστή αυτή προφύλαγε τα παιδιά από τον ήλιο, δεν τα άφηνε να μαυρίσουν. Το έθιμο αυτό επέζησε μέχρι τη δεκαετία του 1930. Κάπου , κάπου παρουσιάζεται και σήμερα.
Η Ανάσταση Τα ξημερώματα της Κυριακής 2μ.μ. ηχούσαν σ’ όλο το χωριό οι καμπάνες των εκκλησιών αναγγέλλοντας το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης. Τώρα ηχούν στις 11μ.μ. Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε πως τα παλαιότερα χρόνια δεν άρχιζε η αναστάσιμη λειτουργία αν δεν μαζεύονταν όλοι οι χωριανοί. Αν κάποιοι χωριανοί απουσίαζαν τότε στέλλονταν νέοι στο σπίτι τους για να τον πείσουν να πάνε στην εκκλησία. Μόνο όταν όλο το χωριό βρισκόταν στην εκκλησία ο ιερέας έψαλλε: «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον Αναστάντα εκ νεκρών» – Καλός Λόγος. Την στιγμή του αναστάσιμου μηνύματος, μεταλαμπαδεύουν το Άγιο Φως και ανταλλάσσουν ευχές, ενώ οι νέοι γιορτάζουν την Ανάσταση με πυροτεχνήματα και εκρήξεις. Επιπρόσθετα, κατά τη διάρκεια της αναστάσιμης λειτουργίας ακόμη και σήμερα λαμβάνει χώρα το κάψιμο του Ιούδα. Σαφέστερα, οι νεαροί τοποθετούν ένα σωρό από ξύλα στον περίβολο της εκκλησίας και το βράδυ της Ανάστασης ανάβουν φωτιά για να κάψουν τον Ιούδα. Οι περισσότεροι νέοι παραμένουν δίπλα στην «λαμπρατζιά», στη φωτιά δηλαδή που ανάβουν για το κάψιμο του Ιούδα, μέχρι τις πρωινές ώρες. Το εορταστικό κλίμα της Ανάστασης συνεχίζεται άλλες τρεις μέρες στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Γιώργη. Οι κοπέλες του χωριού συγκεντρώνονταν στα δυτικά και στα βόρεια της αυλής, ενώ οι άνδρες στα ανατολικά και στα νότια για να διασκεδάσουν με τα παραδοσιακά παιχνίδια. Μερικά απ’ αυτά είναι γνωστά μέχρι σήμερα και αναβιώνουν τις λαμπριάτικες μέρες. Στη συνέχεια, παρατίθεται μια μικρή περιγραφή μονάχα μερικών παραδοσιακών παιχνιδιών. Σήμερα δεν παρατηρείται διαχωρισμός φύλου, όλοι συγκεντρώνονται στην αυλή της εκκλησίας.
Η Γιορτή του Αγίου Πνεύματος Την Κυριακή της Πεντηκοστής, “του Γονατιστού” όπως τη λέμε, οι ιερείς γονυκλινείς αναπέμπουν δεήσεις για τις ψυχές των νεκρών προς τον Πατέρα και τον Υιόν, διά του Αγίου Πνεύματος, να οδηγηθούν οι ψυχές στο φως της αλήθειας, της μετάνοιας, της σωτηρίας. Όλοι, ιερείς και εκκλησίασμα, πέφτουν στα γόνατα, προσεύχονται για τους δικούς τους νεκρούς να πορευτούν στο δρόμο τον κατηφορικό προς τον σκοτεινό κόσμο, έχοντας οδηγό το Άγιο Πνεύμα, που φωτίζει και αγιάζει όλους και όλα. Τα κεριά που ανάβονται στην εκκλησία είναι το σύμβολο του Αγίου Πνεύματος, στο οποίο επαφίεται η ασφαλής πορεία του ανθρώπου. Η τελευταία μέρα της τριλογίας είναι η γιορτή του Αγίου Πνεύματος, η Σύναξη του Αγίου Πνεύματος, η οποία ονομάζεται Κατακλυσμός. Ο νεροπόλεμος.... Σε όλην την Κύπρο υπάρχει η συνήθεια να κατακλύζονται, ιδιαίτερα οι νέοι και οι νέες, να εκτοξεύουν νερό ο ένας στον άλλο να φύγει κάθε κακό από κοντά τους, όπως στην Ορά της επαρχίας Λάρνακας: “Τα κοπέλια, οι κοπέλλες εγεμώνναν τες σύκλες νερόν, έλουννεν ο ένας τον άλλον. Να κατακλυστούσιν να πάει το πάσα κακόν. Εκάμναμεν πιτσικλήστρες με τα καννιά [καλάμια]“. Ποιος είναι ο συμβολισμός της ταύτισης της γιορτής του Κατακλυσμού με τη γιορτή του Αγίου Πνεύματος; Στις παράλιες πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, οι κάτοικοι ξεχύνονταν στις ακρογιαλιές παίζοντας, βουτώντας στη θάλασσα ή ρίχνοντας θαλασσινό νερό, που καθαρίζει τους ρύπους, σωματικούς και ψυχικούς. Σε πολλές περιοχές οι κάτοικοι επιβιβάζονταν σε βάρκες και ανοίγονταν στο πέλαγος με τη συνοδεία βιολιών και τραγουδιών [για παράδειγμα στο χωριό Ξυλοφάγου]. Αλλού περνούσαν τη μέρα στο ακροθαλάσσι και ύστερα επέστρεφαν στην κοντινή κωμόπολη μέσα σε ατμόσφαιρα πανηγυριού, για να καθίσουν στα καφενεία, να διασκεδάσουν με φαγητό, ποτό, χορό και τραγούδι. Το έθιμο του Κατακλυσμού θεωρείται στη ρίζα του ειδωλολατρικό, δηλαδή πηγάζει από τη λατρεία της Θεάς Αφροδίτης και του Άδωνη που γιόρταζαν οι αρχαίοι Κύπριοι στην Πάφο, την Αμαθούντα και όπου υπήρχαν βωμοί της Αφροδίτης και του Άδωνη. Προσκυνητές κατέβαιναν από τα διάφορα χωριά της περιοχής. Τη λατρεία της θεάς συνόδευαν λουτρά καθαρμού και αθλητικοί αγώνες, τραγούδια και χοροί, ποιητικοί και μουσικοί αγώνες. Κρίνοντας από το περιεχόμενο των τελετών του Κατακλυσμού σήμερα διαπιστώνουμε την ομοιότητα με τις εκδηλώσεις της αρχαίας λατρείας της Αφροδίτης και του Άδωνη. Ο καθαρμός διά του ζώντος ύδατος σήμερα, το φως του Αγίου Πνεύματος που κατακλύζει την ψυχή του ανθρώπου.
Το Διτζίμιν Σ’ αυτό το παιχνίδι λαμβάνουν μέρος οι δυνατότεροι άνδρες του χωριού. Είναι ένα παιχνίδι επίδειξης δύναμης. Όποιος καταφέρει να σηκώσει το «διτζίμιν», δηλαδή τη μεγάλη πέτρα, με τη μεγαλύτερη ευκολία θεωρείται ο νικητής.
Η Σειρά Πασσιή Ένα κατεξοχήν πασχαλινό παιχνίδι, το οποίο χαρίζει διασκέδαση κάθε χρόνο την Κυριακή και τη Δευτέρα της Λαμπρής. Τοποθετούνται σε σειρά δέκα ως δώδεκα βαμμένα κόκκινα αυγά. Οι παίχτες κρατούν στο χέρι απ’ ένα κόκκινο αυγό. Ο καθένας πρέπει να χτυπήσει το αυγό του με όλα τα αυγά που είναι τοποθετημένα στη σειρά. Νικητής είναι όποιος κρατά γερό αυγό μετά την πιο πάνω διαδικασία και έπαθλο όλα τα σπασμένα αυγά. Πρώτη Ελιά Απαιτεί τουλάχιστον τέσσερις παίχτες. Ένας απ’ αυτούς θα παριστάνει την ελιά. Ο ρόλος αυτός απαιτεί την κλίση του σώματος του παίχτη προς τα γόνατα, σχηματίζοντας γωνία περίπου ενενήντα μοιρών. Οι υπόλοιποι παίχτες ένας ένας στη σειρά περνούν από πάνω του, ακουμπώντας με τις παλάμες τους πρώτα στην πλάτη της «ελιάς». Κάθε φορά που ο παίχτης περνά πάνω από την «ελιά» πρέπει να πει πόσες φορές έχει ήδη περάσει, λόγου χάρη «δεύτερη ελιά, τρίτη ελιά» . Την τέταρτη φορά ο παίχτης θα φωνάξει «τέταρτη τζαίάντζιστη». Τότε, η «ελιά θα ψηλώσει» δυσκολεύοντας τον παίχτη να περάσει πάνω απ’ αυτό. Όποιος από τους παίχτες αγγίξει με τα σκέλια του την «ελιά», στο εξής θα παριστάνει ο ίδιος την ελιά. Όταν κάποιος παίχτης συνεχίσει να περνά πάνω από την ελιά χωρίς να την αγγίξει ούτε την τέταρτη φορά, πρέπει την πέμπτη φορά να πει «πηδώ και βάλλω το μαντήλι μου» ή «μαντήλι μαντηλάτο και όπου το ρίξει να πέσει κάτω». Αν ούτε την πέμπτη ούτε την έκτη φορά αγγίξει την ελιά τότε θα φωνάξει: «πηδώ και πιάννω το μαντήλι μου». Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι ο παίχτης αγγίξει την ελιά ή ρίξει το μαντήλι. Πρέπει να σημειωθεί πως στο βιβλίο του Κινάνη Θεοχάρη, Ευρύχου, Λευκωσία 2005 περιγράφονται έντεκα παιγνίδια.
Ο γάμος ποτέ δεν ήταν για τους Κυπρίους απλή εκκλησιαστική τελετή. Ήταν, ταυτόχρονα, και σημαντική κοινωνική εκδήλωση τόσο του χωριού όσο και της πόλης, εκδήλωση στην οποία συμμετείχαν πολλοί άνθρωποι — ακόμη και ολόκληρη η κοινότητα— για πολλές μέρες. Ο γάμος μεταξύ δυο νέων διευθετείτο με τη συμμετοχή και τη γνώμη των οικογενειών τους οι οποίες συνέτασσαν σε χαρτί (συνήθως στην παρουσία και του ιερέα της κοινότητας) το μεταξύ τους έγγραφο, το λεγόμενο προικοσύμφωνο. Το έγγραφο αυτό καθόριζε τόσο την προίκα που θα έπαιρνε από την οικογένειά της η νύμφη, όσο και τις υποχρεώσεις του γαμπρού και της δικής του οικογένειας. Κυριότερη βαρύτητα δινόταν ωστόσο στην προίκα της νύμφης, που στο προικοσύμφωνο καθοριζόταν με κάθε λεπτομέρεια σε κατάλογο που περιλάμβανε από ακίνητα (κτήματα και σπίτια) μέχρι δέντρα, ζώα, μαγειρικά σκεύη, ρουχισμό κλπ. Το προικοσύμφωνο, που στη σύγχρονη εποχή δεν υφίσταται, συντασσόταν και ήταν δεσμευτικό, ανεξάρτητα αν ο γάμος αποτελούσε το επιστέγασμα του έρωτα μεταξύ των δυο νέων ή είχε διευθετηθεί με συνοικέσιο.
Στους τότε καιρούς, για να ντύσουν το γαμπρό και τη νύφη, εφέρναν βιολιστές τζιαι μουσικούς (π.χ. Τερλικκάς) με το λαούτο και το βιολί τους να τραγουδούν standard το “‘Ωρα καλή τζι’ ώρα χρυσή…“. Μετά, στο τραπέζι, εσηκώνουνταν όλοι τζιαι εχορεύκαν παραδοσιακούς χορούς σε στυλ:
“Ψιντρή βασιλιτζιά μου…” τζιαι “Έλα κορού να δούμε τα μαύρα σου τα μάθκια…”
Παλιά, το έθιμο ήταν όλοι οι συγγενείς να τραγουδούν στο ζευγάρι καρφιτσώνοντας στα ρούχα τους λίρες.
Ναι, τότε εβαστούσαν πολλές λίρες τζιαι εκάμμαν το ανδρόγυνο χαρούμενο με το να τους “πλουμίζουν“.
Παλιά αν δεν υπήρχε προικοσύμφωνο ο γάμος δεν γινόταν!
Αυτό ήταν ένα συμβόλαιο που υπογραφόταν από τον γαμπρό και την οικογένεια της νύφης και περιείχε το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, που δίνονταν ως προίκα σε αυτόν. Πηγές: https://studentlife.com.cy/ https://www.polignosi.com