Τουρκική Εισβολή και Κατοχή O λαός του νεοσύστατου κράτους δεν απόλαυσε τα αγαθά των αγώνων και των θυσιών του. Συγκεκριμένες πρόνοιες των Συμφωνιών Ζυρίχης -Λονδίνου και του Συντάγματος του 1960 δημιούργησαν πολύ σύντομα συνταγματικά αδιέξοδα, εσωτερικές διαμάχες και εξωτερικές παρεμβάσεις, αντί συνθήκες ειρήνης, αρμονίας και σεβασμού της κυριαρχίας της Κύπρου. Προσπάθειες για τροποποιήσεις στο Σύνταγμα, ώστε να καταστεί πιο λειτουργικό, απορρίφθηκαν από την τουρκική πλευρά, ενώ η τουρκοκυπριακή ηγεσία εγκλωβίστηκε στη μακροπρόθεσμη διαιρετική και διχοτομική πολιτική της Τουρκίας. Αυτό οδήγησε στις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-64, στη χάραξη της «πράσινης γραμμής» στη Λευκωσία και σε συνεχείς προσπάθειες Τουρκοκυπρίων εξτρεμιστών για προώθηση των διχοτομικών και επεκτατικών σχεδίων της Τουρκίας. Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο οργάνωσε η τότε στρατιωτική χούντα των Αθηνών, έδωσε στην Τουρκία το πρόσχημα που επιζητούσε από πολύ καιρό για να εισβάλει στις 20 Ιουλίου 1974 στο νησί. Η εισβολή έγινε κατά παράβαση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, του διεθνούς δικαίου και όλων των αρχών που διέπουν τη συμπεριφορά μεταξύ των κρατών. Ως αποτέλεσμα, γύρω στο 36,2% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας κατελήφθη (το βόρειο τμήμα, που αντιπροσωπεύει το 70% των πλουτοπαραγωγικών πόρων) και βρίσκεται ακόμα υπό το στρατιωτικό έλεγχο της Τουρκίας. Γύρω στις 200.000 Ελληνοκύπριοι – το ένα τρίτο του πληθυσμού – εκτοπίστηκαν και έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, ενώ οι Τουρκοκύπριοι μεταφέρθηκαν στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού, στο πλαίσιο της τουρκικής πολιτικής για εθνικό διαχωρισμό. Περίπου 1.400 άτομα εξακολουθούν να αγνοούνται ως αποτέλεσμα της εισβολής ενώ ακόμα δεν έγινε κατορθωτή η διακρίβωση της τύχης τους εξαιτίας της άρνησης της Τουρκίας να συνεργαστεί στο ανθρωπιστικό αυτό ζήτημα. Η «Γραμμή Αττίλα» («Επιχείρηση Αττίλα» ήταν η κωδική ονομασία που έδωσε η Τουρκία στη στρατιωτική εισβολή της στην Κύπρο) διαχωρίζει την Κύπρο από το 1974. Μετά από τέσσερις αιώνες ειρηνικής συμβίωσης σε μικτά χωριά, πόλεις και τόπους εργασίας σ’ ολόκληρο το νησί, οι δυο κυριότερες κοινότητες – Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι – διαχωρίστηκαν βίαια. Ο ανθρώπινος πόνος ήταν απέραντος και οι υλικές απώλειες τεράστιες. Ο κίνδυνος οικονομικής κατάρρευσης ήταν, επίσης, άμεσος. Υπήρχε επιτακτική ανάγκη για στέγαση και εργοδότηση των προσφύγων καθώς και για κάλυψη όλων των βασικών τους αναγκών. Γύρω στις 43.000 τουρκικά κατοχικά στρατεύματα, εφοδιασμένα με σύγχρονα οπλικά συστήματα, εξακολουθούν να σταθμεύουν παράνομα στο νησί. Περισσότεροι από 160.000 έποικοι από την Ανατολία μεταφέρθηκαν σταδιακά και εγκαταστάθηκαν στο κατεχόμενο τμήμα, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, με στόχο την αλλοίωση της δημογραφικής δομής του νησιού. Λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχή μαζική μετανάστευση των Τουρκοκυπρίων από το κατεχόμενο τμήμα (λόγω των συνθηκών που δημιουργήθηκαν από την τουρκική κατοχή) διαπιστώνεται ότι ο συνολικός αριθμός στρατιωτών και εποίκων από την Τουρκία ξεπερνά κατά πολύ εκείνον των Τουρκοκυπρίων. Στην προσπάθεια για εδραίωση των τετελεσμένων γεγονότων της διχοτόμησης, η τουρκοκυπριακή ηγεσία ανακήρυξε μονομερώς το 1983 «ανεξάρτητο κράτος» στο κατεχόμενο τμήμα. Αυτή η ενέργεια απόσχισης σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κηρύχθηκε «νομικώς άκυρη» από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο ζήτησε την ανάκλησή της. Καμιά χώρα εκτός από την Τουρκία δεν αναγνωρίζει το παράνομο αυτό καθεστώς. Η Τουρκία και το κατοχικό καθεστώς ακολούθησαν επίσης πολιτική «εκτουρκισμού» των κατεχομένων εδαφών, προσπαθώντας μεθοδικά να καταστρέψουν μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς 11.000 χρόνων: Τα ελληνικά τοπωνύμια αντικαταστάθηκαν με τουρκικά, εκκλησίες, μνημεία, κοιμητήρια και αρχαιολογικοί χώροι καταστράφηκαν, βεβηλώθηκαν ή λεηλατήθηκαν, ανεκτίμητοι εκκλησιαστικοί και αρχαιολογικοί θησαυροί, που ανήκουν στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, έχουν κλαπεί και φυγαδευτεί στο εξωτερικό. Παρά τις συνεχείς διαμαρτυρίες της κυπριακής Κυβέρνησης οι καταστροφές, οι παράνομες ανασκαφές και η αρχαιοκαπηλία συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Άλλο τραγικό γεγονός αποτελεί η εκδίωξη των εγκλωβισμένων από τα σπίτια τους στα κατεχόμενα χωριά, η οποία συνεχίζεται. Ενώ το 1974 αριθμούσαν γύρωστις20.000,σήμεραέχουν εναπομείνει λιγότεροι από 450 εγκλωβισμένοι, στην πλειοψηφία τους ηλικίας άνω των 60 ετών.
Πληροφορίες για τους αγνοούμενους μπορείτε να δείτε πατώντας εδώ.
Οικονομία Παρά τις πολλές δυσκολίες που αντιμετώπισε από την αρχή της εγκαθίδρυσής της, τις τρομερές καταστροφές του 1974 και τη συνεχιζόμενη ξένη κατοχή του βορείου τμήματος της, η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να υπερηφανεύεται για τα σημαντικά της επιτεύγματα. Το 1960 η κυπριακή Κυβέρνηση παρέλαβε από την αποικιακή διοίκηση μια οικονομία βραδεία και υπανάπτυκτη. Η παραγωγική βάση ήταν ανεπαρκής και η οικονομική δραστηριότητα εξαρτιόταν από ασταθείς παράγοντες. Η συνεισφορά της γεωργίας στο εθνικό εισόδημα δεν υπερέβαινε ποτέ το 18%, παρά το γεγονός ότι ο τομέας αυτός απασχολούσε το 45% του εργατικού δυναμικού. Περισσότερο από 50% των εσόδων προερχόταν από την εξόρυξη μεταλλευμάτων. Όσον αφορά τις εξαγωγές, ποσοστό 32% αποτελείτο από γεωργικά προϊόντα στη φυσική τους κατάσταση και μόνο το 19% αφορούσε βιομηχανικά προϊόντα, τα οποία αποτελούσαν μεταποιημένες πρώτες ύλες του γεωργικού τομέα. Ανάλογη ήταν η κατάσταση και στους άλλους τομείς. Κατά μέσο όρο μόνο το 43% των παιδιών ηλικίας 12-17 χρόνων φοιτούσαν σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης. Επίσης, μόνο το 28% των οικιστικών μονάδων στην ύπαιθρο είχαν ηλεκτροδοτηθεί και μόνο το 7% διέθεταν εσωτερική παροχή νερού. Η ορθή μακροοικονομική πολιτική των διαφόρων κυβερνήσεων από το 1960 μέχρι σήμερα, η υιοθέτηση της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, ο δυναμισμός και η ευελιξία της επιχειρηματικής κοινότητας, η επαρκής κατάρτιση του εργατικού δυναμικού, η στενή συνεργασία του δημόσιου τομέα με τους κοινωνικούς εταίρους και, κυρίως, η εργατικότητα, η φιλομάθεια και η παραγωγικότητα των Κυπρίων, όλα αυτά συνέτειναν στη ραγδαία ανάπτυξη του οικονομικού και κοινωνικού τομέα του νεοσύστατου κράτους. Εξίσου σημαντική ήταν η παγίωση των δημοκρατικών θεσμών. Έτσι, η Κύπρος έχει σταδιακά μετατραπεί, από εξαγωγέα γεωργικών προϊόντων και μεταλλευμάτων κατά την περίοδο 1960-1974 και εξαγωγέα μεταποιημένων προϊόντων κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ΄70, σε μεγάλο τουριστικό κέντρο και περιφερειακό κέντρο παροχής υπηρεσιών. Η Κύπρος έχει να επιδείξει μια επιτυχή οικονομική επίδοση, που αντανακλάται στη γρήγορη ανάπτυξη, τις συνθήκες πλήρους απασχόλησης, την εξωτερική και εσωτερική σταθερότητα σε όλη σχεδόν τη χρονική περίοδο μετά την ανεξαρτησία. Η αδύνατη αποικιακή οικονομία μετατράπηκε σε μια σύγχρονη οικονομία, η οποία προσφέρει δυναμικές υπηρεσίες μαζί με προηγμένες φυσικές και κοινωνικές υποδομές. Ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα, η Κύπρος κατατάσσεται από τη Διεθνή Τράπεζα ανάμεσα στις χώρες με ψηλό εισόδημα. Το μέσο ετήσιο ποσοστό ανάπτυξης κατά τα πέντε τελευταία χρόνια (2007- 2011) ήταν 0,82% ενώ, κατά την περίοδο αυτή, το μέσο ποσοστό πληθωρισμού ήταν 2,6% και το μέσο ποσοστό ανεργίας 5,3%. Επιπλέον, η Κύπρος κατετάγη 31η στον Πίνακα Ανθρώπινης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών για το 2011. Η εντυπωσιακή αυτή μεταμόρφωση αντανακλά την επιτυχή αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του νησιού, τα οποία απορρέουν από το Οικονομία Παρά τις πολλές δυσκολίες που αντιμετώπισε από την αρχή της εγκαθίδρυσής της, τις τρομερές καταστροφές του 1974 και τη συνεχιζόμενη ξένη κατοχή του βορείου τμήματος της, η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να υπερηφανεύεται για τα σημαντικά της επιτεύγματα. Το 1960 η κυπριακή Κυβέρνηση παρέλαβε από την αποικιακή διοίκηση μια οικονομία βραδεία και υπανάπτυκτη. Η παραγωγική βάση ήταν ανεπαρκής και η οικονομική δραστηριότητα εξαρτιόταν από ασταθείς παράγοντες. Η συνεισφορά της γεωργίας στο εθνικό εισόδημα δεν υπερέβαινε ποτέ το 18%, παρά το γεγονός ότι ο τομέας αυτός απασχολούσε το 45% του εργατικού δυναμικού. Περισσότερο από 50% των εσόδων προερχόταν από την εξόρυξη μεταλλευμάτων. Όσον αφορά τις εξαγωγές, ποσοστό 32% αποτελείτο από γεωργικά προϊόντα στη φυσική τους κατάσταση και μόνο το 19% αφορούσε βιομηχανικά προϊόντα, τα οποία αποτελούσαν μεταποιημένες πρώτες ύλες του γεωργικού τομέα. 5 ψηλό μορφωτικό και βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, την ευνοϊκή γεωγραφική θέση, την παρατεταμένη περίοδο ήπιων καιρικών συνθηκών και την ανάπτυξη της απαραίτητης υποδομής σε αεροδρόμια, λιμάνια και τηλεπικοινωνίες.
Πηγές: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, Κυπριακή Δημοκρατία (2012). Κυπριακή Δημοκρατία από το 1960 μέχρι σήμερα.